Ο άνθρωπος που ήρθε σχεδόν από το πουθενά για να γίνει πρωθυπουργός της Ιταλίας, ο νεότερος στην ιστορία της χώρας, ο "βιαστικός" πολιτικός, που δεν δίστασε να εκπαραθυρώσει από την πρωθυπουργία τον Ενρίκο Λέττα, ο Ματέο Ρέντσι είναι το πρόσωπο της ημέρας στην Ευρώπη. Είναι ο πρωθυπουργός των 1000 ημερών και αυτή είναι η άνοδος και η πτώση του.
Ένα δημοψήφισμα, όπως και για τον Βρετανό πρώην ομόλογό του Ντέιβιντ Κάμερον, ήταν αρκετό για να τον “παραιτήσει” από την εξουσία. Το σκηνικό ίδιο. Όπως μετά το Brexit ο τότε πρωθυπουργός της Βρετανίας στάθηκε μπροστά στους δημοσιογράφους για να παραιτηθεί μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για την αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση με τη σύζυγό του στο πλευρό του, να τον κοιτά στην πιο δύσκολη στιγμή της πολιτικής του καριέρας, έτσι έζησε την παραίτηση και ο Ματέο Ρέντσι. Για τον Κάμερον ήταν το πρωί της 23ης Ιουνίου 2016 για τον Ρέντσι το ξημέρωμα της 5ης Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου.
Μέσα σε 1.000 μέρες παραμονής στην εξουσία, ο Ρέντσι “πρόλαβε” να ζήσει την άνοδο και την πτώση. Από νεαρός, δημοφιλής και με το προφίλ του μεταρρυθμιστή ηγέτη σε εκείνο του ηττημένου, του πρωθυπουργού που το 60% των πολιτών του γύρισε την πλάτη, του ανθρώπου που τον αμφισβητεί ευθέως η πολιτική τάξη της χώρας του.
Όταν τον Φεβρουάριο του 2014, σε ηλικία 39 ετών, γινόταν ο νεαρότερος πρωθυπουργός στην ιστορία της Ιταλίας, ο Ρέντσι δεν μπορούσε ούτε να σκεφτεί ότι σχεδόν τρία χρόνια μετά και περίπου ένα μήνα πριν γιορτάσει τα 42α γενέθλιά του (γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1975) θα αναγκαζόταν να υποβάλει την παραίτησή του μετά την πρώτη, ουσιαστικά, φορά που έθεσε τον εαυτό του σε μια εκλογική μάχη σε εθνικό επίπεδο. Δεν ήταν βουλευτικές εκλογές, ήταν ένα δημοψήφισμα, στο οποίο ο ίδιος έδωσε προσωπικό χαρακτήρα.
Το 2014 όταν άφηνε το δήμο της Φλωρεντίας για να μετακομίσει ως πρωθυπουργός στη Ρώμη, ο βιαστικός της ιταλικής πολιτικής ζωής, είχε υποσχεθεί να μεταρρυθμίσει τη χώρα του σε βάθος και να την φέρει στην πρώτη γραμμή της Ευρώπης. Όμως παρά την υπερκινητικότητα που κανείς δεν του αμφισβήτησε, ο Ματέο Ρέντσι δεν κατόρθωσε ποτέ να πείσει και κυρίως να συσπειρώσει τους συμπολίτες του.
Συχνά κατηγορήθηκε ότι κυβερνούσε μόνο, χωρίς να νοιάζεται για συναινέσεις, διαίρεσε σε βάθος και το ίδιο του το Δημοκρατικό Κόμμα, ανάμεσα σε πλειοψηφία και δυσαρεστημένους της αριστερής πτέρυγας.
Είχε δεσμευθεί ότι θα βάλει στο περιθώριο τους “δεινόσαυρους” του Δημοκρατικού Κόμματος, αλλά και μερικούς άλλους. Εκτόπισε τα μέλη της ηγεσίας του κόμματος, όπως ο πρώην πρωθυπουργός Μάσιμο ντ’ Αλέμα και ο πρώην δήμαρχος της Ρώμης Βάλτερ Βελτρόνι. Ο πρώτος, δεν του το συγχώρησε και έκανε εκστρατεία υπέρ του «όχι» σε ολόκληρη την Ιταλία, παραμένοντας μέλος του Δημοκρατικού Κόμματος.
Στις 13 Φεβρουαρίου 2014, “έσπρωξε” τον Ενρίκο Λέτα, δεύτερο στην ιεραρχία του κόμματος προς την έξοδο για να αναλάβει ο ίδιος την πρωθυπουργία. Το hastag #Enricostaisereno (σ.σ. Ενρίκο είναι σαφές) που χρησιμοποιήσει στο Twitter ο Ματέο Ρέντσι απευθυνόμενος στον προκάτοχό του, λιγότερο από έναν μήνα πριν τον αντικαταστήσει, είχε προκαλέσει σάλο. Και ακόμα προκαλεί.
Δραστήριος χρήστης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ο τότε δήμαρχος της Φλωρεντίας, που δεν είχε καμία κυβερνητική πείρα, ούτε είχε εκλεγεί ποτέ στο ιταλικό κοινοβούλιο, είχε μεγάλη δημοτικότητα, αντιστρόφως ανάλογη με τα αρνητικά συναισθήματα των Ιταλών απέναντι στην πολιτική τάξη.
Αφού υποσχέθηκε μία μεταρρύθμιση κάθε μήνα και βαθιές τομές σε διάστημα 100 ημερών, γρήγορα αναθεώρησε την ατζέντα του και το καλοκαίρι του 2014 έδωσε στον εαυτό του 1.000 ημέρες για να κάνει την Ιταλία «πιο απλή, πιο θαρραλέα και πιο ανταγωνιστική».
Στο ενεργητικό του, μία μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας, που επιβλήθηκε στα συνδικάτα και ψηφίσθηκε με το ζόρι από το κοινοβούλιο, που επέτρεψε την αύξηση του αριθμού των συμβάσεων αορίστου χρόνου, όμως με τίμημα την χαλάρωση των εργοδοτικών υποχρεώσεων και περιορισμών, πράγμα που δεν διευθετεί την ουσία της προβλήματος της ανεργίας, σύμφωνα με τον μεγαλύτερο ιταλικό συνδικάτο CGIL.
Ο Ματέο Ρέντσι θεωρεί πάντως την μεταρρύθμιση αυτή ουσιαστική και πραγματικά αριστερή μεταρρύθμιση. Πράγμα παράδοξο γι’ αυτόν που θεωρεί τη διαμάχη αριστεράς-δεξιάς παρωχημένη και παραμένει πεπεισμένος ότι το κόμμα του δεν μπορούσε να κερδίσει τις εκλογές παρά προσελκύοντας τον κεντρο-δεξιό χώρο.
Κατάφερε ακόμη και να γοητεύσει τον πρώην πρωθυπουργό Σίλβιο Μπερλουσκόνι, με τον οποίο διαπραγματεύθηκε την συνταγματική μεταρρύθμιση πριν το ειδύλλιο τους καταρρεύσει στις αρχές του 2015.
Υπέρ δυναμικός, φιλόδοξος, «διψασμένος για εξουσία», σύμφωνα με ορισμένους, ο Ματέο Ρέντσι διατήρησε τον αέρα του αιώνιου έφηβου. Εξέπληξε την καλή κοινωνία της Ρώμης όταν παρέμενε το βράδυ στο πρωθυπουργικό μέγαρο εργαζόμενος περιμένοντας το σαββατοκύριακο για να επιστρέψει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Τοσκάνη, όπου ζουν η σύζυγος και τα τρία τους παιδιά.
Ο Ρέντσι επικρίθηκε για την τάση του να προβάλλει συνεχώς την πολιτική του περιπέτεια και απαντούσε στους αντιπάλους του μέσω του Facebook και του Twitter με ένα βολονταρισιτκό στιλ εμπνευσμένο από το είδωλό του στην πολιτική, τον Μπαράκ Ομπάμα.
Γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1975 στη Φλωρεντία, με νομικές σπουδές, υπερήφανος για τα χρόνια του στον καθολικό προσκοπισμό, ακολούθησε στη συνέχεια τα βήματα του πατέρα του, χριστιανοδημοκράτη αιρετού άρχοντα στην τοπική αυτοδιοίκηση.
Το 2009 έκανε την έκπληξη στην κούρσα για τη δημαρχία της Φλωρεντίας όταν νίκησε στους προκριματικούς της κέντρο-αριστεράς τον επίσημο υποψήφιο του Δημοκρατικού Κόμματος.
Και αν το 2012, η πρώτη του απόπειρα να αναλάβει την ηγεσία του κόμματος απέτυχε, έναν χρόνο αργότερα κατάφερε να γίνει γενικός γραμματέας. Και στον Φεβρουάριο του 2014 έγινε μάλλον αυτό που ονειρευόταν πάντα, πρωθυπουργός της Ιταλίας. Μέχρι τα ξημερώματα της 5ης Δεκεμβρίου, όταν το ιταλικό δημοψήφισμα και το 60% των Ιταλών που ψήφισαν σε αυτό, έβαλαν τέλος στο παραμύθι. Πήρε αγκαλιά της Ανιέζε του και έφυγε. Arrivederci Ρέντσι…
Με πληροφορίες και φωτογραφίες από ΑΠΕ – ΜΠΕ