Κόρη προτεστάντη πάστορα, μεγαλωμένη στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας η Άγκελα Μέρκελ αναρριχήθηκε μέσα σε διάστημα δέκα ετών στην κορυφή της γερμανικής κυβέρνησης, αναδείχθηκε η αδιαφιλονίκητη ηγέτιδα του κόσμου που ορίζει τον τόνο στην Ευρώπη.
Η Άγγελα Ντοροτέα Μέρκελ στη διάρκεια των 10 ετών που βρίσκεται στην εξουσία ξεχωρίζει για την αυτοσυγκράτησή της. Από τις 22 Νοεμβρίου 2005 που ανέλαβε τα καθήκοντα της καγκελαρίου το στυλ της χαρακτηρίζεται κυρίως από το γεγονός ότι «πάντα περιμένει πολύ καιρό προτού εκφράσει έναν αποφασιστικό λόγο», εξηγεί ο πολιτικός επιστήμονας Τίλμαν Μάιερ του πανεπιστημίου της Βόννης.
Ο κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ έχει μάλιστα δημιουργήσει τον όρο «Μερκιαβέλι», ένα λογοπαίγνιο με το όνομα της Μέρκελ και του Μακιαβέλι για να περιγράψει το στυλ της καγκελαρίου. «Ένα από τα βασικά της χαρακτηριστικά είναι η κλίση της να “μην δρα”, “να ενεργεί πιο αργά”», εξηγεί ο ερευνητής.
Τα πάθη της είναι ταπεινά: η όπερα και οι περίπατοι στο Τιρόλο μαζί με τον δεύτερο σύζυγό της, έναν γνωστό επιστήμονα, αλλεργικό στις κάμερες και τη δημόσια ζωή, τον Γιόαχιμ Ζάουερ. Συχνά τη συναντά κανείς στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς της στο Βερολίνο να αγοράζει τυρί και ένα μπουκάλι λευκό κρασί.
Αυτή η διακριτικότητα ήταν χαρακτηριστικό και της ζωής της στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, όπου ο πατέρας της εγκαταστάθηκε οικιοθελώς σε ένα προάστιο στο βόρειο Βερολίνο. Στο σχολείο η Άγγελα αγαπούσε τα μαθηματικά και τα ρωσικά και απεχθανόταν τη γυμναστική. Τελικά πήρε διδακτορικό στη φυσική.
Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, στις 9 Νοεμβρίου 1989, εισήλθε στην πολιτική εντασσόμενη στη Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU), πρόεδρος της οποίας ήταν τότε ο Χέλμουτ Κολ. Αυτός ο «κολοσσός» της γερμανικής πολιτικής της ανέθεσε τα πρώτα της υπουργικά καθήκοντα.
Όμως το 2000 εκμεταλλευόμενη ένα οικονομικό σκάνδαλο στο εσωτερικό του CDU η Μέρκελ εξουδετέρωσε τον «πολιτικό της πατέρα» και στη συνέχεια τους άνδρες αντιπάλους της που την υποτίμησαν.
Πέντε χρόνια αργότερα η Άγγελα Μέρκελ έγινε η πρώτη γυναίκα καγκελάριος στην ιστορία της Γερμανίας, αν και η διαφορά του κόμματός της από τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) του Γκέρχαρντ Σρέντερ ήταν τόσο μικρή που αναγκάστηκε να κυβερνήσει σε συνεργασία με τον αντίπαλό της. Αυτή η ασυνήθιστη συμμαχία του CDU με το SPD επαναλήφθηκε και το 2013 όταν το κόμμα της Μέρκελ κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές για τρίτη συνεχόμενη φορά.
Όμως η απάθεια της καγκελαρίου, που έχει διατηρήσει το επώνυμο του πρώτου συζύγου της, δεν είναι παρά ένα προσωπείο καθώς κατάφερε πολύ γρήγορα να επιβληθεί στη διεθνή πολιτική σκηνή.
Μια απόδειξη της επιρροής της είναι το γεγονός ότι η Μέρκελ έκλεψε τη δεύτερη θέση από τον Αμερικανό πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα και βρέθηκε μόλις δεύτερη μετά τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν στον κατάλογο του περιοδικού Forbes με τις πιο ισχυρές προσωπικότητες. Το περιοδικό Economist της αφιέρωσε την πρώτη του σελίδα χαρακτηρίζοντάς την «Η απαραίτητη Ευρωπαία».
Στο απόγειο της κρίσης στην Ουκρανία η Μέρκελ διαπραγματεύθηκε με τον Πούτιν και έγινε μια από τους αρχιτέκτονες των συμφωνιών εκεχειρίας του Μινσκ. Η καγκελάριος εμφανίζεται και αδιάλλακτη, όπως στην περίπτωση των διαπραγματεύσεων για την επιβολή δραστικών μέτρων λιτότητας στην Ελλάδα. Αυτή η σιδηρά πειθαρχία αρέσει πολύ στους συμπατριώτες της, αν και της έχουν αποδώσει το χαϊδευτικό «Mutti» («Μανούλα» στα γερμανικά).
Όμως έπειτα από 10 χρόνια στην εξουσία βλέπει τη δημοτικότητά της να μειώνεται στη Γερμανία, κυρίως εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο διαχειρίστηκε την προσφυγική κρίση. Στο όνομα των «ηθικών» αξιών της ΕΕ η Μέρκελ υιοθέτησε μια πολιτική γενναιόδωρης υποδοχής των προσφύγων και των μεταναστών στη Γερμανία, ενάντια στην άποψη του κόμματός της και της κοινής γνώμης, λαμβάνοντας ένα μεγάλο πολιτικό ρίσκο αντίθετα με ό,τι συνηθίζει.
Παρόλα αυτά μπροστά στις επικρίσεις των συντηρητικών της φίλων και παρά τις επικείμενες εκλογές του 2017 στις οποίες ενδέχεται να επιζητήσει μια τέταρτη θητεία στην καγκελαρία η Μέρκελ δεν υπαναχωρεί: «Αν πρέπει να αρχίσουμε να ζητάμε συγγνώμη επειδή εμφανιστήκαμε συμπονετικοί σε καιρό κρίσης, τότε δεν πρόκειται πλέον για τη χώρα μου», τόνισε στα μέσα Σεπτεμβρίου.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ