Στο κέντρο του Κέμνιτς στη Σαξονία συγκεντρώθηκαν περίπου 1.000 ακροδεξιοί για να διαδηλώσουν κατά της μεταναστευτικής πολιτικής της Άνγκελα Μέρκελ. Η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη αλλά σε αντίθεση με προηγούμενες συγκεντρώσεις, δεν σημειώθηκαν επεισόδια.
«Αν τα γαϊδούρια και τα πρόβατα κυβερνήσουν, το Κέμνιτς θα γίνει αφρικανικός θύλακας» έγραφε ένα -εμετικό- πλακάτ που κρατούσαν διαδηλωτές. Οι ακροδεξιοί κάνουν λόγο για αδράνεια της αστυνομίας μπροστά στα εγκλήματα που διαπράττουν μετανάστες και επέκριναν την κυβέρνηση της Σαξονίας. Τη νέα συγκέντρωση διοργάνωσε η ακροδεξιά οργάνωση Pro Chemnitz, τρία μέλη της οποίας συμμετέχουν στο δημοτικό συμβούλιο της πόλης.
Αφορμή για τις διαδηλώσεις των ακροδεξιών στο Κέμνιτς ήταν η δολοφονία ενός 35χρονου άνδρα από δύο νεαρούς, έναν Σύρο και έναν Ιρακινό την περασμένη Κυριακή
Δεν θα είναι αυτή η τελευταία διαδήλωση που οργανώνεται στην πόλη. Πολλές κινητοποιήσεις είναι προγραμματισμένες για τις επόμενες μέρες, μεταξύ των οποίων και μία σιωπηλή πορεία αύριο από το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) και το κίνημα Pegida.
Η κατάσταση έχει φέρει σε δύσκολη θέση και τις αστυνομικές και δικαστικές αρχές της Σαξονίας που αντιμετωπίζουν εδώ και μερικές ημέρες κατηγορίες περί «σύμπραξης» με την ακροδεξιά.
Ένας σωφρονιστικός υπάλληλος αποκάλυψε το βράδυ της Πέμπτης (30.08.2018) ότι εκείνος ευθύνεται για τη διαρροή στον Τύπο των απόρρητων δικαστικών εγγράφων που αφορούν στην έρευνα για τη δολοφονία. Στην ανακοίνωσή του, που δόθηκε στη δημοσιότητα από τον δικηγόρο του, ο υπάλληλος του υπουργείου Δικαιοσύνης της Σαξονίας Ντάνιελ Τσάμπελ αναφέρει ότι ήθελε με αυτόν τον τρόπο «να μάθει το κοινό τι συνέβη» και κατηγόρησε τα μέσα ενημέρωσης ότι «χειραγωγούν» την αλήθεια και τις αρχές ότι «ψεύδονται».
Κάλεσμα σε διάλογο
Την ώρα που οι ακροδεξιοί βρίσκονταν ξανά στους δρόμους του Κέμνιτς, ο πρωθυπουργός της Σαξονίας Μίχαελ Κρέτσμερ μίλησε σε ένα φόρουμ «διαλόγου των πολιτών», που διοργανώθηκε από τις τοπικές αρχές προκειμένου να ηρεμήσουν τα οξυμένα πνεύματα. Το φόρουμ έγινε στο γήπεδο “Καρλ Μαρξ”, της τοπικής ομάδας και ήταν προγραμματισμένο εδώ και καιρό. Υπό το βάρος των εξελίξεων όμως, απέκτησε μεγαλύτερο βάρος.
Σχεδόν 500 κάτοικοι του Κέμνιτς βρέθηκαν στη συνάντηση. Όσοι έμπαιναν στο στάδιο υποβλήθηκαν σε εξονυχιστικούς ελέγχους από την αστυνομία, ενώ οι δυνάμεις ασφαλείας κράτησαν σε απόσταση τους διαδηλωτές από όσους ήθελαν να παρευρεθούν στο φόρουμ.
Στο Κέμνιτς τα νεύρα είναι τεντωμένα μετά τα ρατσιστικά επεισόδια που ακολούθησαν τον φόνο ενός Γερμανού την Κυριακή από δύο μετανάστες. «Δεν είμαστε όλοι ναζί», δήλωσε η 60χρονη φαρμακοποιός Ρίτα Ταλ, που μένει στο Κέμνιτς τα τελευταία 50 χρόνια. «Όλα όσα ακούμε και βλέπουμε για το Κέμνιτς δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα», τόνισε.
Από μακριά και σε τακτά χρονικά διαστήματα ακουγόταν η κραυγή «φύγετε!», απευθυνόμενη στους πολιτικούς. Και στην αίθουσα του γηπέδου τα πνεύματα ήταν επίσης οξυμένα.
Η δήμαρχος της πόλης Μπάρμπαρα Λούντβιχ, που ανήκει στο Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, δέχθηκε τις αποδοκιμασίες των παρευρισκόμενων πολλές φορές στη διάρκεια της ομιλίας της. «Στο Κέμνιτς ταλαντευόμαστε μεταξύ της αγάπης και του μίσους», παρατήρησε.
«Η πόλη αυτή δεν είναι ακροδεξιά, αυτή η πόλη δεν είναι φαιή», τόνισε από την πλευρά του ο Κρέτσμερ. Όμως εικόνες από τα επεισόδια στο Κέμνιτς, αλλά και τα βίντεο που αναρτήθηκαν στα social media στα οποία φαίνονται διαδηλωτές να χαιρετούν ναζιστικά, «είναι παντού σε όλο τον κόσμο», επεσήμανε.
«Ζούμε καλά στο Κέμνιτς», σημειώνει η Μπρίγκιτ Μέντζελ, μια 59χρονη ασφαλίστρια που επίσης συμμετείχε στον διάλογο των πολιτών. Η Μέντζελ παραδέχεται ότι δεν κατανοεί την αιτία των φόβων αυτών. «Οι ξένοι; Δεν υπάρχουν πολλοί εδώ», επισημαίνει, ποσοστό που αντιστοιχεί περίπου στο 7% του πληθυσμού των 246.000 κατοίκων. Σύμφωνα με την ίδια, ο φόνος της Κυριακής είναι σίγουρα «φοβερός», αλλά δεν δικαιολογεί «αυτή την έξαρση μίσους».
«Υπάρχει ένα λανθάνον αίσθημα φόβου, κυρίως στους ηλικιωμένους, το οποίο τροφοδοτεί η ακροδεξιά», εκτιμά η Ζαμπίνε Κούνριχ, που ασχολείται με ένα κίνημα πολιτών για τη δημοκρατία και την ανεκτικότητα.
Αντίθετη γνώμη όμως φαίνεται να έχει ένας γείτονάς της που την ακούει να μιλά. «Λέτε ό,τι να’ ναι. Οι άνθρωποι φοβούνται κι έχουν δίκιο. Δεν αφήνω τη 13χρονη κόρη μου να πάει μόνη της στην πόλη», τονίζει. «Πώς μπορείτε να λέτε ότι οι ξένοι δεν είναι πρόβλημα; Δεν είδατε τι συνέβη», προσθέτει. Μια 50χρονη γυναίκα φαίνεται πως συμφώνησε μαζί του: «Αν το θύμα ήταν παιδί σας, δεν θα αντιδρούσατε με αυτό τον τρόπο!».
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ