Μια εβδομάδα συμπληρώθηκε από το πρωί της 15ης Μαρτίου όταν ο νεοναζί Μπρέντον Τάραντ θέρισε 50 ζωές στο Κράιστσερτς. Μια εβδομάδα με τη Νέα Ζηλανδία βυθισμένη στο πένθος. Νέες αποκαλύψεις έρχονται στο φως για το πως πήρε άδεια οπλοκατοχής ο 28χρονος μακελάρης.
Η αστυνομία στη Νέα Ζηλανδία παραδέχτηκε ότι τον Οκτώβριο του 2017 είχε πάρει συνέντευξη από τον Μπρέντον Τάραντ, όταν εκείνος είχε κάνει αίτηση για να πάρει άδεια οπλοφορίας. Για να αγοράσει τα όπλα με τα οποία αιματοκύλησε τα δυο τζαμιά στο Κράιστσερτς.
[read4more]
Η αίτηση του μακελάρη είχε κατατεθεί τον Σεπτέμβριο του 2017. Βάσει του νόμου που ίσχυε στη Νέα Ζηλανδία πριν την τρομοκρατική επίσης, ομάδα ελέγχου των πυροβόλων όπλων της αστυνομίας έπρεπε να του πάρει συνέντευξη. Τον επισκέφτηκαν στο σπίτι του στο Ντάνεϊντιν τον Οκτώβριο του ’17, αναφέρει ανακοίνωση της αστυνομίας. Όλα τα στοιχεία εξετάστηκαν και ο Τάραντ… πέρασε με επιτυχία, παίρνοντας την άδεια οπλοκατοχής. Είδε δώσει τα ονόματα δυο Νεαζηλανδών ως εγγυητές.
Αφού όλοι εξετάστηκαν, ο Τάραντ πήρε την άδεια και αγόρασε τα όπλα τον Δεκέμβριο του 2017. Μεταξύ αυτών δύο ημιαυτόματα τουφέκια, δύο κυνηγετικά τουφέκια και μια επαναληπτική καραμπίνα, τα οποία χρησιμοποίησε στην επίθεση της 15ης Μαρτίου με τους 50 νεκρούς.
Δυο λεπτών σιγή
Παρασκευή σήμερα, ημέρα προσευχής για τους μουσουλμάνους, και η Νέα Ζηλανδία απέτισε φόρο τιμής στα θύματα της τρομοκρατικής επίθεσης στο Κράιστσερτς. Το κάλεσμα για την προσευχή μεταδόθηκε σε όλη τη χώρα, ενώ τηρήθηκε δυο λεπτών σιγή όχι μόνο στη Νέα Ζηλανδία αλλά και στην Αυστραλία.
Περίπου 20.000 άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και η πρωθυπουργός της Νέας Ζηλανδίας Τζασίντα Άρντερν, συγκεντρώθηκαν σιωπηλοί στο πάρκο Χάγκλεϊ απέναντι από το τέμενος αλ Νουρ, τον πρώτο στόχο του δράστη, εκεί όπου έχασαν τη ζωή τους τα περισσότερα από τα θύματα της επίθεσης.
«Η Νέα Ζηλανδία θρηνεί μαζί σας. Είμαστε ένα», τόνισε η Νεοζηλανδή πρωθυπουργός, φορώντας μαύρο σακάκι και μαύρο μαντίλι στο κεφάλι, περιστοιχισμένη από υπουργούς και αξιωματούχους των υπηρεσιών ασφαλείας.
Οι σκηνές συγκλονιστικές. Άνθρωποι αγκάλιαζαν ο ένας τον άλλον εκφράζοντας την αλληλεγγύη τους στους συγγενείς και τους ομόθρησκους των θυμάτων.
Στις 13:30 (τοπική ώρα, 02:30 ώρα Ελλάδας) ο μουεζίνης κάλεσε στην προσευχή της Παρασκευής. Το κάλεσμα μεταδόθηκε από τηλεοπτικά δίκτυα, ραδιοφωνικούς σταθμούς και sites. Στη συνέχεια τηρήθηκε σε όλη τη χώρα δύο λεπτών σιγή.
https://youtu.be/z8zi9l8zQo8
Πολλοί άνθρωποι σχημάτισαν ανθρώπινες αλυσίδες μπροστά από τα τεμένη, ενώ άλλοι προσευχήθηκαν σιωπηλά στα σχολεία, στα γραφεία τους, ακόμη και σε καφέ. Στο Κράιστσερτς συγγενείς των θυμάτων και άλλοι άνθρωποι πήγαν στο νεκροταφείο όπου έχουν ταφεί 26 από τα θύματα του Τάραντ.
Πολλές γυναίκες σε όλη τη Νέα Ζηλανδία επέλεξαν να φορέσουν μαντίλα, όπως και η πρωθυπουργός Άρντερν, για να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους προς τη μουσουλμανική κοινότητα. Κάποιες ανέβασαν τη φωτογραφία τους στα social media με το hashtag HeadscarfforHarmony. Γυναίκες αστυνομικοί επέλεξαν να φορέσουν μαντίλα, ενώ είχαν τοποθετήσει ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στις στολές τους.
https://youtu.be/ctgVa_YEbdY
Το συγκλονιστικό κήρυγμα του ιμάμη
O ιμάμης του τεμένους αλ Νουρ, ο Γκάμαλ Φούντα, σε μία φορτισμένη συγκινησιακά, ομιλία που διήρκησε 20 λεπτά κατήγγειλε το μίσος αλλά υπογράμμισε την αλληλεγγύη που επέδειξαν όλοι οι Νεοζηλανδοί και κυρίως η Άρντερν μετά την επίθεση. «Οι καρδιές μας έχουν ραγίσει, αλλά δεν έχει σπάσει το ηθικό μας. Είμαστε ζωντανοί, είμαστε μαζί, είμαστε αποφασισμένοι να μην αφήσουμε κανέναν να μας διχάσει», τόνισε.
«Προς τις οικογένειες των θυμάτων: οι αγαπημένοι σας δεν πέθαναν μάταια. Το αίμα τους έχει ποτίσει τους σπόρους της ελπίδας», πρόσθεσε. Ο Φούντα ευχαρίστησε την Άρντερν για τον τρόπο που χειρίστηκε την τραγωδία, επισημαίνοντας: «είναι παράδειγμα για τους παγκόσμιους ηγέτες».
Ο ιμάμης κατήγγειλε την ισλαμοφοβία, η οποία σκότωσε ανθρώπους. «Η ισλαμοφοβία είναι πραγματική. Είναι μια στοχευμένη εκστρατεία που έχει σκοπό να επηρεάσει τους πολίτες ώστε να μην αντιμετωπίζουν ως ανθρώπους τους μουσουλμάνους και να τους φοβούνται παράλογα. Να φοβούνται τα ρούχα μας, να φοβούνται την τροφή που επιλέγουμε να φάμε, να φοβούνται τον τρόπο που προσευχόμαστε και να φοβούνται τον τρόπο που θρησκευόμαστε».