Την ιστορική περιπέτεια του αντάρτικου στη Βολιβία υπό τη διοίκηση του θρυλικού επαναστάτη Τσε Γκεβάρα, που κατέληξε πριν από 50 χρόνια στην αιχμαλωσία κι εκτέλεσή του, στις 9 Οκτωβρίου 1967, από το χέρι του λοχία Μάριο Τεράν στο σχολείο της πόλης Λα Ιγέρα, διηγούνται τρεις απεσταλμένοι στην πρώτη γραμμή, στο βιβλίο τους «Το αντάρτικο που αφηγούμαστε: η προσωπική ιστορία μίας εμβληματικής κάλυψης», που παρουσιάσθηκε πρόσφατα στην πρωτεύουσα της λατινοαμερικανικής χώρας Λα Πας.
Οι Χουάν Κάρλος Σαλασάρ, Ουμπέρο Βακαφλόρ και Χοσέ Λουίς Αλκάσαρ, μόλις στα 20 χρόνια τους είχαν μεταβεί το 1966 ως απεσταλμένοι για να καλύψουν τα συνταρακτικά γεγονότα εκείνης της επιχείρησης. Στο βιβλίο διηγούνται πώς η απομακρυσμένη εκείνη περιοχή είχε γίνει το κέντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος, ιδίως της δημοσιογραφικής κάλυψης, παρά τις μεγάλες δυσκολίες στο έργο των απεσταλμένων, οι οποίοι έπρεπε να παρακάμψουν τη στρατιωτική και την κυβερνητική λογοκρισία, τις απελάσεις και τη διαρκή παρακολούθησή τους από πράκτορες, ιδίως γυναίκες που παρίσταναν τις δασκάλες ή τις νοσοκόμες.
Ο Αλκάσαρ, ιδίως, που εργαζόταν για το πρακτορείο Fides, την εφημερίδα Presencia και το Ιnter Press Service, ήταν εκείνος που μετέδωσε παγκοσμίως τη νύκτα της 8ης Οκτωβρίου 1967 την είδηση για την αιχμαλωσία του Τσε Γκεβάρα. Ο ανταποκριτής μόλις είχε φθάσει στην απόμακρη εκείνη περιοχή με στόχο να εισέλθει στο θέατρο των συγκρούσεων και να πάρει τη συνέντευξη «της ζωής του», όπως κατέθεσε κατά την παρουσίαση του βιβλίου. Ωστόσο εκεί ενημερώθηκε για την ενέδρα των κυβερνητικών δυνάμεων που κατέληξε στη σύλληψη του διάσημου επαναστάτη, είδηση που έκανε τον γύρο του κόσμου χάρη σ’ έναν ντόπιο τηλεγραφητή που έστειλε την ανταπόκρισή του.
Την επομένη, ο Αλκασάρ μπόρεσε από κοντά να αγγίξει το χέρι του νεκρού Τσε, όταν εκείνος έφθασε πάνω σ’ ένα φορείο προσαρμοσμένο στο σύστημα προσγείωσης του ελικοπτέρου που τον μετέφερε στο Βαγιεγκράνδε. «Το έπιασα κι ένοιωσα ένα ρίγος, ένα σφίξιμο στο στήθος», γράφει στο βιβλίο του, ανακαλώντας την εμπειρία του αυτή.
Από την πλευρά του, ο Βακαφλόρ είχε απελαθεί δύο φορές από τη στρατιωτική περιοχή. Τη δεύτερη φορά μάλιστα εκκρεμούσε σε βάρος του η απειλή να περάσει δίκη για συμμετοχή στην (παγκόσμια) εκστρατεία για την απελευθέρωση του Γάλλου διανοητή Ρεζίς Ντεμπρέ που είχε συμμετάσχει στο αντάρτικο κι είχε συλληφθεί από τον στρατό. Σε ένα από τα πάμπολλα ανέκδοτα που περιέχονται στο βιβλίο, ο πρωταγωνιστής του διηγείται το επεισόδιο που έσωσε τη ζωή του Ντεμπρέ, όταν ήδη είχαν διαδοθεί οι φήμες πως αυτός κι άλλοι δύο ξένοι υπήκοοι ήσαν νεκροί.
Όπως αφηγείται ο Βακαφλόρ, ο συνάδελφός του στην Presencia, Ούγο Ντελγαδίγιο, ήταν επίσης οδοντίατρος και είχε μαζί του έναν τροχό για να πραγματοποιεί επεμβάσεις στους φτωχούς χωρικούς της κοινότητας Μουγιουπάμπα. Στη διάρκεια μίας τέτοιας επέμβασης παρατήρησε και άμεσα φωτογράφησε τη μεταφορά τριών ξένων αιχμαλώτων που φρουρούνταν και συνοδεύονταν από στρατιώτες. Οι φωτογραφίες που πήρε ο Ντελγαδίγιο, πέρασαν δια πυρός και σιδήρου, από διάφορους τόπους και μέσα—μέχρι που θεωρήθηκαν και χαμένες—έως ότου φθάσουν στη Λα Πας.
Μάλιστα, τα καρούλια με τα φιλμ μεταφέρθηκαν στην Presencia με στρατιωτικό φορτηγό, του οποίου ο οδηγός δεν γνώριζε πως εκείνες οι φωτογραφίες έμελλαν να σώσουν τη ζωή του Ντεμπρέ, καθώς η δημοσίευσή τους προκάλεσε παγκόσμιο σάλο και αλληλεγγύη.
«Η φωτογραφία, ναι μεν έσωσε τη ζωή του Ντεμπρέ αλλά καταδίκασε επίσης σε θάνατο τον Τσε», σχολιάζει από την πλευρά του ο Σαλασάρ, αποσαφηνίζοντας πως ένεκα του γεγονότος τούτου «ο στρατός από το σημείο εκείνο αποφάσισε να αλλάξει στρατηγική και να μην κρατά (ζωντανούς) αιχμαλώτους».
Οι τρεις ανταποκριτές υπογραμμίζουν στο βιβλίο τους πόσο δύσκολο ήταν εκείνες τις εποχές να στείλει κανείς απεσταλμένους στις περιοχές των συγκρούσεων. Ιδίως για το πρακτορείο Fides, του οποίου ο διευθυντής Χοσέ Γκαραμούντ, το κατόρθωσε κλείνοντας συμφωνίες με τα αντίστοιχα πρακτορεία EFE της Ισπανίας και το γερμανικό DPA. Μάλιστα ο Σαλασάρ διηγείται πως τα ευρωπαϊκά πρακτορεία στήριξαν το καθένα με 500 δολάρια τη μετάβασή του, η οποία προβλεπόταν να διαρκέσει μόλις δύο ημέρες, αλλά τελικά κατέληξε να γίνει ένας ολάκερος χρόνος.
Ο Σαλασάρ έγραφε τις ανταποκρίσεις απ’ ευθείας για το Fides και το DPA, ενώ ο Γκαραμούντ τις αναμετέδιδε στο EFE. H κάλυψη των γεγονότων υπήρξε «εμβληματική» και “απογείωσε” τη σταδιοδρομία των τριών ανταποκριτών, οι οποίοι κατόπιν εργάσθηκαν και σε μέσα ενημέρωσης του εξωτερικού, καθώς λόγω της δικτατορίας αναγκάσθηκαν να φύγουν από τη Βολιβία.
Παρότι έχουν περάσει 50 χρόνια κι έχει χυθεί πολλή μελάνη για τον θάνατο του Τσε, ο Σαλασάρ τονίζει πως ακόμη υπάρχουν πλείστα ερωτήματα που θα πρέπει να απαντηθούν για τις συνθήκες του. «Για παράδειγμα, ποιος κατέδωσε τον Τσε Γκεβάρα στις αρχές; Ποιος διέταξε την εκτέλεσή του; Τι ρόλο έπαιξε η Σοβιετική Ένωση; Ποιος υπήρξε ο ρόλος του ίδιου του Φιδέλ Κάστρο και της Κούβας; Όλα τούτα δεν πρόκειται να απαντηθούν ποτέ εάν δεν ανοίξουν όλα τα αρχεία», καταλήγει ο ίδιος.
Το βιβλίο παρουσιάσθηκε την περασμένη Πέμπτη στη Λα Πας από τους Σαλασάρ και Βακαφλόρ—ο Αλκάσαρ δεν μπορούσε να είναι παρών. Ο συντονιστής της παρουσίασης, συγγραφέας Ρόμπερτ Μπρόκμαν, τόνισε πως κατά τη γνώμη του το πόνημα τούτο μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί «ένα εγχειρίδιο για το πώς καλύπτεται ένα απέλπιδο αντάρτικο».
πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ