Επιστήμονες εντόπισαν νέο κορονοϊό των νυχτερίδων και τον εξουδετέρωσαν αποτελεσματικά με υπάρχον φάρμακο. Ο ιός δεν φαίνεται να αποτελεί απειλή προς το παρόν, σύμφωνα με τους ερευνητές.
Οι επαναλαμβανόμενες «επιδρομές» του κορονοϊού από νυχτερίδες έχουν αυξήσει την ανάγκη για την ανάπτυξη νέων θεραπειών για την αντιμετώπιση νεοεμφανιζόμενων ζωονοσογόνων ασθενειών.
Διεθνής ομάδα επιστημόνων πραγματοποίησε μία σειρά πρωτοποριακών πειραμάτων και κατάφερε να εντοπίσει έναν προ-εμφανιζόμενο κορονοϊό νυχτερίδας.
Μάλιστα, τον εξουδετέρωσε με ένα ήδη υπάρχον μονοκλωνικό αντίσωμα. Επιπλέον, οι δοκιμές in vitro των ευρέως χρησιμοποιούμενων αντιικών φαρμάκων ήταν επίσης αποτελεσματικές έναντι του ιού, όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές.
Σύμφωνα με την ΕΡΤ, ο συγκεκριμένος κορονοϊός είναι γνωστός ως BtCoV-422. Ένα μονοκλωνικό αντίσωμα που αναπτύχθηκε για τη θεραπεία του κορονοϊού του αναπνευστικού συνδρόμου της Μέσης Ανατολής (MERS-CoV) είναι διαθέσιμο εδώ και χρόνια και είναι γνωστό ως mAb JC57-11. Ο MERS-CoV είναι ένας ζωονοσογόνος ιός που προέρχεται από νυχτερίδες και μολύνει τις καμήλες, οι οποίες με τη σειρά τους μεταδίδουν τον ιό στον άνθρωπο. Ο BtCoV-422 είναι γενετικά παρόμοιος με τον MERS-CoV.
Ερευνητές του Πανεπιστημίου Σαιντ Λούις στο Μιζούρι συνεργάστηκαν με μια ομάδα επιστημόνων από όλες τις ΗΠΑ, οι οποίοι υπογράμμισαν μια απλή αρχή: Οι θεραπείες που έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικές έναντι άλλων κορονοϊών, όπως ο MERS-CoV και ο SARS-CoV-2, θα πρέπει να είναι και στον BtCoV-422. Ενώ όμως οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα περισσότερα μονοκλωνικά αντισώματα που εξουδετερώνουν τον MERS-CoV είχαν πολύ περιορισμένη δράση έναντι του ιού, το mAb JC57-11 αποδείχθηκε πολύ ισχυρό.
Σε επιφυλακή ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας
Η ετοιμότητα είναι ζωτικής σημασίας για την αποφυγή μελλοντικών πανδημιών, λένε οι ειδικοί, και μεταξύ των στόχων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) είναι ο εντοπισμός πιθανών ιών που θα μπορούσαν να προκαλέσουν πανδημία και η ανάπτυξη στρατηγικών για την άμβλυνση των κρουσμάτων πριν αυτά ξεσπάσουν.
Νέοι κορονοϊοί έχουν διεισδύσει στους ανθρώπινους πληθυσμούς με επεισοδιακή κανονικότητα καθ’ όλη τη διάρκεια του 21ου αιώνα: SARS CoV-1 το 2002, MERS-CoV το 2012 και SARS-CoV-2 το 2019. Στο όχι και πολύ μακρινό μέλλον μπορεί να εμφανιστούν αι άλλοι σύμφωνα με τους επιστήμονες του ΠΟΥ.
«Η επανειλημμένη εμφάνιση ζωονοσογόνων ανθρώπινων βητακορονοϊών υπαγορεύει την ανάγκη για ευρεία θεραπευτική αγωγή και συντηρημένους στόχους επιτόπων για τον σχεδιασμό αντιμέτρων», υποστήριξε ο Δρ. Λόνγκπινγκ Τσε, μοριακός ιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Σεντ Λούις αναφερόμενος στην επείγουσα ανάγκη να εντοπιστεί το τμήμα των ύποπτων ιών – ο επίτοπος – που αναγνωρίζει το ανθρώπινο ανοσοποιητικό σύστημα.
«Οι κορονοϊοί που σχετίζονται με το αναπνευστικό σύνδρομο της Μέσης Ανατολής παραμένουν ένα επείγον ζήτημα για την ετοιμότητα της παγκόσμιας υγείας», πρόσθεσε.
Οι νυχτερίδες και οι ιοί του αναπνευστικού
Ως τα μόνα ιπτάμενα θηλαστικά της Γης, επισημαίνει η ΕΡΤ, οι νυχτερίδες φιλοξενούν ένα ευρύ φάσμα ιών που δεν τους προκαλούν καμία βλάβη.
Οι ιοί Έμπολα, Μάρμπουργκ και Νίπα, μαζί με πολλούς τύπους κορονοϊών, έχουν προσβάλλει διάφορα είδη νυχτερίδων. Οι επιστήμονες αποδίδουν την ανοχή των ζώων στα θανατηφόρα παθογόνα σε ένα αξιοσημείωτο ανοσοποιητικό σύστημα. Οι νυχτερίδες ζουν περισσότερο από άλλα ζώα του μεγέθους τους, αναχαιτίζουν τους περισσότερους μολυσματικούς οργανισμούς και σπάνια παθαίνουν καρκίνο.
«Οι νυχτερίδες αποτελούν δεξαμενή για έναν τεράστιο αριθμό ιών που τροφοδοτούν τη ζωονοσογόνο μετάδοση των κορονοϊών σε άλλα θηλαστικά, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων», ανέφερε ο Τσε, επικεφαλής συγγραφέας της νέας έρευνας.
«Πρόσφατα, ένας κορονοϊός που μοιάζει με τον MERS απομονώθηκε από παγκολίνους, γεγονός που υποδεικνύει το ευρύ φάσμα ξενιστών των κορονοϊών που μοιάζουν με τον MERS», σημείωσε.
Ο Τσε και οι συνεργάτες του ανέλυσαν τον BtCoV-422 και διαπίστωσαν ότι έχει 65% γενετική ομοιότητα με την περιοχή πρόσδεσης υποδοχέα του MERS-CoV, ενός εξαιρετικά μολυσματικού κορονοϊού με ποσοστό θνησιμότητας στον άνθρωπο 34,4%, σύμφωνα με τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ.
Η ερευνητική ομάδα ανέλυσε τις οδούς προσαρμογής του BtCoV-422 διερευνώντας την ικανότητά του να χρησιμοποιεί τον υποδοχέα εισόδου, γνωστό ως DPP4. Αυτή η πρωτεΐνη στιγματίζει την επιφάνεια των κυττάρων των θηλαστικών και χρησιμεύει ως η πόρτα που «ξεκλειδώνει» ο BtCoV-422 για να εισέλθει στα κύτταρα. Μόλις εισέλθει στο εσωτερικό του κυττάρου, ξεκινά η διαδικασία μόλυνσης.
Οι κορονοϊοί, τα ανθρώπινα κύτταρα και τα φάρμακα
Ο SARS-CoV-2, συγκριτικά, εισέρχεται στα κύτταρα μέσω του υποδοχέα ACE-2. Ο BtCoV-422 χρησιμοποιεί τον DPP4 για να εισέλθει στα κύτταρα, διαπίστωσαν οι ερευνητές. Αν και η ανακάλυψη του BtCoV-422 είναι ένα σημαντικό εύρημα, ο ιός δεν φαίνεται να αποτελεί απειλή προς το παρόν. Ωστόσο, οι ερευνητές διαπίστωσαν πως ο συγκεκριμένος ιός έχει ήδη βρει έναν τρόπο να καταλάβει αποτελεσματικά τον υποδοχέα DPP4.
«Αξιολογήσαμε την αποτελεσματικότητα του πολλαπλασιασμού του BtCoV-422 σε πολλαπλά πρωτογενή ανθρώπινα κύτταρα, συμπεριλαμβανομένων των επιθηλίων των αεραγωγών, των ινοβλαστών του πνεύμονα και των ενδοθηλιακών κυττάρων του πνεύμονα», έγραψε ο Τσε.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι ο BtCoV-422 αναπαράγεται αποτελεσματικά σε πρωτογενή ανθρώπινα κύτταρα των αεραγωγών, ενδοθηλιακά κύτταρα των πνευμόνων και ινοβλάστες, αν και λιγότερο αποτελεσματικά από τον MERS-CoV.
«Στη συνέχεια δοκιμάσαμε τα τρέχοντα αντίμετρα», πρόσθεσε ο Τσε, τα οποία εκτός από τα μονοκλωνικά αντισώματα περιλάμβαναν αντιικά φάρμακα και αντισώματα που βασίζονται σε ποντίκια. Αρκετά αντιιικά φάρμακα όπως το Remdesivir, το Paxlovid και το Lagevrio, ένα πειραματικό νουκλεοσιδικό φάρμακο που χρησιμοποιούνται επί του παρόντος για τη θεραπεία της ήπιας και μέτριας νόσου COVID-19.
Όλα τα φάρμακα επέδειξαν ισχυρή δράση έναντι του BtCoV-422 in vitro εκτός από τα αντισώματα που βασίζονται σε ποντίκια.
«Ο ερευνητικός μας στόχος ήταν να κατανοήσουμε τις δυνατότητες του BtCoV-422 να μολύνει καλλιέργειες επιθηλιακών κυττάρων αεραγωγών και να δοκιμάσουμε πιθανά αντιικά και αντισώματα κατά του BtCoV-422», κατέληξε ο Τσε.
Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύθηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση «Science Translational Medicine».