Με τον υπουργό Πολιτισμού τού Μπερλουσκόνι να αρνείται να παρευρεθεί, αλλά με την παρουσία του προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας, Τζόρτζιο Ναπολιτάνο, έκανε τελικά χθες έναρξη το 67ο Φεστιβάλ Βενετίας.
Ο λόγος που ο Μπερλουσκόνι απαγόρευσε στον υπουργό του να παραστεί στην έναρξη της Μόστρας είναι επειδή απέρριψε ταινία φίλου του σκηνοθέτη, ενώ επέλεξε άλλη ιταλική ταινία («La pecora nera» του Ασκάνιο Τσελεστίνι) που κατακρίνει την πολιτική του «Καβαλιέρε».
«Μόστρα πάντα αυταρχική ανάμεσα σε λίγη τέχνη και καθόλου εμπόριο», τιτλοφόρησε το άρθρο της για το φεστιβάλ η «Ρεπούμπλικα», που θεωρεί πως ο διευθυντής της Μόστρας, Μάρκο Μούλερ, δεν κατάφερε να δώσει το στίγμα που απαιτούσε ένα τέτοιο φεστιβάλ. Αντιθέτως, ο ίδιος ο Μούλερ, σε συνέντευξη Τύπου, ανέφερε πως ένας βασικός λόγος είναι η οικονομική κρίση, αν και πρόσθεσε πως ο ιταλικός κινηματογράφος παρουσιάζει φέτος μια σημαντική άνοδο, που φαίνεται και στις ταινίες των προγραμμάτων. Ο Μούλερ είπε πως το φετινό πρόγραμμα μπορεί να αποκαλεστεί «Αβάντι!», δηλαδή ένα είδος προόδου προς τα μπρος, με ταινίες όλων των ειδών, από καλλιτεχνικές μέχρι εμπορικές.
Πάντως, το επίσημο πρόγραμμα της πρώτης μέρας έδειξε μια στροφή προς τον εμπορικό κινηματογράφο, παίρνοντας κατά κάποιον τρόπο το μέρος του προέδρου της κριτικής επιτροπής, Ταραντίνο, που είπε: «Δεν πιστεύω στον εκλεκτισμό, δεν πιστεύω πως το κοινό είναι μουγκό ή κατώτερο από εμένα, εγώ είμαι το κοινό».
Η ταινία έναρξης, ο «Μαύρος κύκνος» του Ντάρεν Αρονόφσκι, που το 2008 είχε κερδίσει Χρυσό Λιοντάρι με τον «Παλαιστή», είναι ένα είδος ψυχολογικού θρίλερ. Μια νεαρή, φιλόδοξη χορεύτρια μπαλέτου (μια πολύ καλή Νάταλι Πόρτμαν), ενώ περιμένει να πάρει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη «Λίμνη των κύκνων», αρχίζει να αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα με την εμφάνιση μιας νέας μπαλαρίνας. Διάφορα ψυχολογικά προβλήματα αντιμετωπίζει και με την καταπιεστική μητέρα της. Η σκηνοθεσία του Αρονόφσκι κινείται ανάμεσα στον Χίτσκοκ και τις ταινίες «Αποστροφή» του Πολάνσκι και «Τα κόκκινα παπούτσια» των Πάουελ και Πρέσμπεργκερ. Εντάσσει και μερικές πολύ τολμηρές για το Χόλιγουντ σκηνές αυνανισμού της πρωταγωνίστριας καθώς και λεσβιακού έρωτα.
Αν και η ταινία έχει ρυθμό και ατμόσφαιρα, ο Αρονόφσκι δεν προσθέτει τίποτα το καινούριο στο μέχρι σήμερα έργο του. Μάλλον είναι μια υποχώρηση στις απαιτήσεις των στούντιο μπροστά στις καινοτομίες προηγούμενων ταινιών του («Pi», «Ρέκβιεμ για ένα όνειρο»).
Ο Ρομπέρτο Ροντρίγκεζ, με την ταινία του «Μασέτε», με την οποία έκαναν έναρξη οι μεταμεσονύχτιες προβολές, επιβεβαιώνει το υπολογίσιμο ταλέντο του ως σκηνοθέτης «μπι-μούβις» ταινιών. Στο στιλ των γρήγορων, φτηνών ταινιών της δεκαετίας του ’50, αναφέρεται σ’ έναν πρώην αστυνομικό, τον «Μασέτε», που μετατρέπεται σε vigilante (εκδικητή), όταν ένας Μεξικανός «βαρόνος των ναρκωτικών» δολοφονεί την οικογένειά του και αποπειράται να δολοφονήσει και τον ίδιο, επειδή με τις αποκαλύψεις του βάζει σε κίνδυνο τη συνεργασία του με διεφθαρμένους Αμερικανούς πολιτικούς και αστυνομικούς. Ο Ροντρίγκεζ σκηνοθετεί με νεύρο, στήνοντας σκηνές όπου κυριαρχεί μια υπερβολική συχνά ωμότητα. Ο Μασέτε κόβει κεφάλια και άλλα ανθρώπινα μέλη με τη μασέτα του, ενώ σε μια σκηνή καταφέρνει να διαφύγει κρεμασμένος από το… μακρύ έντερο ενός κακοποιού…
Αντίθετα με τις δύο ταινίες του επίσημου προγράμματος, οι δύο ταινίες με τις οποίες έκανε έναρξη το τμήμα «Μέρες Βενετίας» ήταν καθαρά καλλιτεχνικές. Το εννέα λεπτών «Ακορντέον» του Τζαφάρ Παναχί είναι ένα σύντομο, ελλειπτικό, πέρα για πέρα ανθρώπινο, δοσμένο με ποίηση, έργο, με δύο μικρά παιδιά να δίνουν με το παράδειγμά τους ένα μάθημα στους υποστηρικτές μιας καταπιεσμένης κοινωνικά και θρησκευτικά κοινωνίας. Βρίσκουν τον κλέφτη του ακορντεόν τους, έναν πιο φτωχό από αυτούς άντρα, και τον βοηθούν να κερδίσει μερικά χρήματα.
Ο «Θόρυβος από τα παγάκια» του Μπερτράν Μπλιέ είναι μια δραματική κομεντί φαντασίας, γύρω από έναν άντρα που ξαφνικά τον επισκέπτεται ο… καρκίνος του, που θέλει να τον γνωρίσει. Παρά το φαινομενικά καταθλιπτικό θέμα, ο Μπλιέ έφτιαξε μια ταινία με ένα αναπάντεχο, ευχάριστο φινάλε, με ανθρώπινους, διανθισμένους με χιούμορ, διαλόγους και ωραίες ερμηνείες από τους Ζαν Ντιζαρντέν και Αλμπέρ Ντιποντέλ. *