Στις 11 Φεβρουαρίου 1990, στις 16:14 τοπική ώρα, ο Νέλσον Μαντέλα, ο πιο καταζητούμενος άνδρας της Νότιας Αφρικής, βγαίνει από τη φυλακή Βίκτορ Βέρστερ χέρι – χέρι με την σύζυγό του Γουίνι, αφού πέρασε 27 χρόνια πίσω από τα κάγκελα.
Μία μέρα σαν σήμερα, πριν από 34 χρόνια, όλος ο κόσμος θα έβλεπε επιτέλους το πρόσωπό του Νέλσον Μαντέλα, χωρίς της φυλακής τα σίδερα μπροστά του.
Τα Μέσα Ενημέρωσης αναμετέδωσαν τη μέχρι τότε απαγορευμένη εικόνα του σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Τεράστια πλήθη περίμεναν υπομονετικά για ώρες και υπό συνθήκες αφόρητης ζέστης για να τον αντικρίσουν.
Ήταν ένας από τους πιο γνωστούς ανθρώπους στον κόσμο, παρόλο που καμία φωτογραφία του δεν είχε βγει στη δημοσιότητα όσο βρισκόταν στη φυλακή. Κάποιοι πίστεψαν ότι έτσι θα περιόριζαν την αυξανόμενη φήμη του με την καταδίκη του. Πόσο λάθος έκαναν.
Τα σχεδόν 27 χρόνια εγκλεισμού του, από μία απολυταρχική – ρατσιστική κυβέρνηση είχαν αρχίσει να φαίνονται πάνω του.
Μαλλιά γκρίζα και πρόσωπο χαρακωμένο από τις ρυτίδες.
Ωστόσο η ανυποχώρητη στάση του κόντρα σε μία διακυβέρνηση από τη λευκή μειονότητα της Νοτίου Αφρικής, όπου ένα σύστημα γνωστό ως «απαρτχάιντ» στερούσε τις πολιτικές και κοινωνικές ελευθερίες όσων είχαν σκούρο δέρμα, δεν είχε καμφθεί ούτε στο ελάχιστο.
Ο Μαντέλα όλα αυτά τα χρόνια εγκλεισμού, δεν είχε χάσει τη γενναιοψυχία του.
Σε ένα σημείο της διαδρομής προς την ελευθερία κοντοστάθηκε. Σήκωσε σφιγμένη τη γροθιά του, ως σύμβολο του αγώνα.
Έπειτα, μια αυτοκινητοπομπή τον οδήγησε στο Κέιπ Τάουν διασχίζοντας από δρόμους γεμάτος με οπαδούς του.
Μίλησε σε ένα μεγάλο πλήθος και είπε: «Έφθασε η ώρα, ο αγώνας να ενταθεί σε όλα τα μέτωπα».
Η απόπειρά του να ανατρέψει την κυβέρνηση, ήταν μία αμυντική ενέργεια ενάντια στη βία του «απαρτχάιντ».
Το πλήθος ξέσπασε σε επευφημίες μόλις εμφανίστηκε ο Μαντέλα με την σύζυγό του. Η αποφυλάκισή του εκείνη την ημέρα ήταν μια στιγμή ιστορίας.
Μέχρι το 1990 είχε αποκτήσει μια σχεδόν μυθική υπόσταση.
Εκατοντάδες υποστηρικτές συνωστίστηκαν στον δρόμο έξω από τη φυλακή, πολλοί από αυτούς κρατώντας σημαίες του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου (ANC), με τις τρεις ευθείες ρίγες σε χρώματα μαύρο, πράσινο και χρυσό χρώμα.
Στα χρόνια που ακολούθησαν έγινε διεθνές σύμβολο αντίστασης ενάντια στο καθεστώς του απαρτχάιντ που καταπίεζε τον μαύρο πληθυσμό της Νότιας Αφρικής.
Γεννημένος το 1918 στο ανατολικό ακρωτήριο της Νότιας Αφρικής, ο Μαντέλα ήταν αγωνιστής του κινήματος κατά του Απαρτχάιντ, που αναπτύχθηκε στη Δημοκρατία της Νότιας Αφρικής.
Είχε ηγηθεί της μη βίαιης διαμαρτυρίας του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου (ANC) ενάντια στη νομοθεσία του απαρτχάιντ που επέβαλλε μια φυλετική διαχωρισμό και στερούσε τις πολιτικές και κοινωνικές ελευθερίες όσων είχαν σκούρο δέρμα.
Επιβλήθηκε από την κυβέρνηση σε όλα τα επίπεδα της ζωής, από την παιδεία ως την υγεία, ψήφισαν νόμους που περιόριζαν την ελεύθερη κυκλοφορία τους, στερήθηκαν βασικά ανθρώπινα δικαιώματα ενώ όσοι αντιστάθηκαν έχασαν τη ζωή τους ή κλείστηκαν στη φυλακή για δεκαετίες.
Αυτό είχε κάνει τον Μαντέλα συχνό στόχο της κυβέρνησης που προσπαθούσε να τον εκφοβίσει και ενίοτε να τον συλλάβει για να υπονομεύσει τις προσπάθειές του να οργανώσει μποϊκοτάζ και απεργίες κατά του απάνθρωπου και βάρβαρου καθεστώτος.
Αυτό που αποδείχτηκε καμπή για εκείνον ήταν η «φρικτή υπόθεση» της σφαγής του Σάρπσβιλ στις 21 Μαρτίου 1960, όταν 69 άνθρωποι έπεφταν νεκροί στη Νότια Αφρική από σφαίρες αστυνομικών ενώ διαμαρτύρονταν για την ψήφιση των νόμων και διαδήλωναν ζητώντας ίσα δικαιώματα στη Νότια Αφρική του Απαρχάιντ.
Η 21η Μαρτίου τιμάται ετησίως ως Παγκόσμια Ημέρα κατά των Φυλετικών Διακρίσεων με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ.
«Οι άνθρωποι νιώθανε ότι είχαμε κάνει ό,τι περνάει από το χέρι μας, για να δοκιμάσουμε όλες τις επιλογές που είχαμε», είπε ο Μαντέλα στην Τζόαν Μπέικγουελ σε μια συνέντευξη στο BBC το 1990.
«Όχι μόνο δεν υπήρξε καμία βελτίωση όσον αφορά τις συνθήκες διαβίωσής μας. Αλλά η κυβέρνηση εκμεταλλεύτηκε τη δέσμευσή μας για τη μη βία και αποφάσισε να είναι ακόμη πιο μοχθηρή. Υπό αυτές τις συνθήκες αποφασίσαμε να καταφύγουμε στη βία».
Αυτό πυροδότησε μια εκστρατεία οικονομικού σαμποτάζ από το ANC που στόχευε τις υποδομές και όχι τους ανθρώπους και οδήγησε στη σύλληψη του Μαντέλα.
Ο Μαντέλα, μαζί με αρκετούς άλλους άνδρες, κατηγορήθηκε για δολιοφθορά, προδοσία και βίαιη συνωμοσία.
Μιλώντας από το εδώλιο στην αίθουσα του δικαστηρίου, ο Μαντέλα διατύπωσε τις θεμελιώδεις πεποιθήσεις του.
«Έχω λατρέψει το ιδανικό μιας δημοκρατικής και ελεύθερης κοινωνίας στην οποία όλοι οι άνθρωποι ζουν μαζί με αρμονία και ίσες ευκαιρίες. Είναι ένα ιδανικό για το οποίο ελπίζω να ζήσω και να το πετύχω. Αλλά αν χρειαστεί, είμαι έτοιμος να πεθάνω για αυτό», είπε.
Οι δύσκολες συνθήκες στη φυλακή
Το 1964, ο Μαντέλα καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη, γλιτώνοντας τη θανατική ποινή.
«Αν και μας καταδίκασαν και μας έστειλαν στη φυλακή, νιώσαμε ότι σηκώσαμε απέναντι στην κυβέρνηση. Η υπεράσπισή μας ήταν μια επίθεση στην κυβερνητική πολιτική, ακριβώς από τη στιγμή που μας ρώτησαν “Είστε ένοχοι;” “Όχι δεν είμαστε ένοχοι, η κυβέρνηση είναι αυτή που φταίει”». Και, ως εκ τούτου, όταν μας έστειλαν στη φυλακή, είχαμε την αίσθηση ότι ήμασταν νικητές και ότι αυτοί που ήταν στην πραγματικότητα οι κατηγορούμενοι ήταν η ίδια η κυβέρνηση», είπε.
Ο Μαντέλα πέρασε 18 χρόνια φυλάκισης στο νησί Ρόμπεν. Τον κρατούσαν σε ένα μικρό κελί χωρίς τουαλέτα, κοιμόταν σε ένα χαλάκι στο πέτρινο πάτωμα.
Κατά τη διάρκεια της ημέρας έκανε εξαντλητικές δουλειές σε ένα λατομείο ασβεστόλιθου.
Οι Αρχές έκαναν προσπάθειες για να τον κρατήσουν μακριά από τον κόσμο. Μια φορά το χρόνο του επέτρεπαν επισκέψεις και μόνο για 30 λεπτά.
Παρά το γεγονός ότι η μητέρα του πέθανε το 1968 και ο μεγαλύτερος γιος του σκοτώθηκε σε τροχαίο λιγότερο από ένα χρόνο αργότερα, δεν του επετράπη να παραστεί στις κηδείες τους.
Ωστόσο, κατάφερε να βγάζει λαθραία γράμματα και να συνηγορεί υπέρ του ANC.
Το 1982 μεταφέρθηκε στη φυλακή Pollsmoor στο Κέιπ Τάουν, όπου οι συνθήκες υγρασίας συνέβαλαν στο να νοσηλευτεί με φυματίωση το 1988.
Η κυβέρνηση του απαρτχάιντ όλο αυτό το διάστημα του έκανε αρκετές προτάσεις για την απελευθέρωσή του, αλλά η ελευθερία που του προσφερόταν ήταν πάντα υπό όρους από την κυβέρνηση, τους οποίους ο Μαντέλα απέρριπτε.
Το 1989, ο Φρεντερίκ ντε Κλερκ εξελέγη πρόεδρος της Νότιας Αφρικής. Το επόμενο έτος, ανακοίνωσε την άρση της απαγόρευσης στο ANC και διέταξε την επικείμενη αποφυλάκιση του Μαντέλα.
Στις 10 Φεβρουαρίου 1990, ο Πρόεδρος ντε Κλερκ συνάντησε τον Μαντέλα για να του πει ότι επρόκειτο να αφεθεί ελεύθερος την επόμενη μέρα!
Αυτή τη φορά ήταν μια απελευθέρωση άνευ όρων. Θα ήταν ελεύθερος άνθρωπος.
Αλλά προς έκπληξη του Προέδρου ντε Κλερκ, η απάντηση του Νέλσον Μαντέλα δεν ήταν αυτή που περίμενε.
«Ευχαρίστησα τον κ. ντε Κλερκ και μετά είπα ότι, με τον κίνδυνο να φανώ αχάριστος, θα προτιμούσα να έχω μία βδομάδα προθεσμία για να προετοιμαστούν η οικογένειά μου και το κίνημά μου», έγραψε στην αυτοβιογραφία του, «Long Walk to Freedom» (Ο Δρόμος για την Ελευθερία).
Έκπληκτος, ο Πρόεδρος ντε Κλερκ, μετά από σύντομη διαβούλευση με τους συμβούλους του, επέστρεψε για να του πει ότι θα πρέπει να επιμείνει να βγει ο Μαντέλα από τη φυλακή όπως είχε προγραμματιστεί.
Ο Μαντέλα το δέχτηκε και οι δυο τους ήπιαν μαζί ένα ποτό.
Περπάτησε προς την ελευθερία του την επόμενη μέρα και μπήκε στην ιστορία.
Όταν αποφυλακίστηκε, ο Μαντέλα δεν επέλεξε τον δρόμο της βίας, όπως το 1961, όταν αυτός και οι σύντροφοί του, αγανακτισμένοι από τη βίαιη καταστολή του ειρηνικού τους αγώνα για ισότητα, ίδρυσαν τη στρατιωτική πτέρυγα του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου.
Ξεκίνησε να αλλάξει τον κόσμο.
Τρία χρόνια αργότερα ο Μαντέλα, ως ηγέτης του ANC, έγινε ο «Πατέρας της Δημοκρατίας» της Νότιας Αφρικής και πρώτος μαύρος πρόεδρος της χώρας.
Η απελευθέρωσή του σημάδεψε την απαρχή θεμελιακών αλλά ειρηνικών αλλαγών στο Νοτιοαφρικανικό κράτος, που οδήγησαν στην πτώση του ρατσιστικού του καθεστώτος.
Το 1993 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Ειρήνης που το μοιράστηκε με τον τότε πρόεδρο Φρεντερίκ Ντε Κλερκ για τις προσπάθειές τους να καταργήσουν το απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική.
Το 1994 έγινε ο πρώτος πρόεδρος της Νότιας Αφρικής σε εκλογές που επιτράπηκε να ψηφίσουν λευκοί και μαύροι.
Έχασε τον γιο του από AIDS και τον άλλο σε τροχαίο δυστύχημα, το 1969 (σε τροχαίο έχασε και τη δισέγγονή του, το 2010).
Από τότε ο Νέλσον Μαντέλα, έγινε εξαιρετικά δραστήριος κατά του AIDS.
Ο Μπαφάνα ή Μαντίμπα (όπως τον αποκαλούσαν) αποσύρθηκε από την ενεργό πολιτική δράση τον Ιούνιο του 1999.
Τον Ιούνιο του 2004, σε ηλικία 85 ετών και με εξασθενημένη υγεία, ο Μαντέλα ανακοίνωσε ότι αποσύρεται επίσημα και αποχωρεί από τη δημόσια ζωή, λέγοντας:
«Μη μου τηλεφωνείτε, θα σας τηλεφωνήσω εγώ».
Έγραψε δύο αυτοβιογραφικά βιβλία, το «Μακρύ δρόμο προς την ελευθερία» και το «Συζητήσεις με τον εαυτό μου» που έγιναν διεθνή μπεστ-σέλερ.
Ο Νέλσον Μαντέλα έφυγε από τη ζωή στις 5 Δεκεμβρίου 2013 στο σπίτι του στο Χάουτον, έχοντας την οικογένειά του στο πλευρό του.
Πληροφορίες από BBC