Όταν ξέσπασε ο πόλεμος με τη Χαμάς, η κυβέρνηση των ΗΠΑ ενέκρινε πωλήσεις όπλων αξίας δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων στο Ισραήλ.
Η βοήθεια της Αμερικής προς το Ισραήλ εδώ και χρόνια είναι πελώρια και αδιάλειπτη. Οι ΗΠΑ βρίσκονται στο πλευρό του Ισραήλ, ειδικά μετά από τις συγκρούσεις με τη Χαμάς που ξεκίνησαν τον Οκτώβρη του 2023. Χιλιάδες είναι οι νεκροί από τις συνέπειες αυτών των συγκρούσεων που πραγματοποιούνται στη Γάζα. Ο μεγαλύτερος προμηθευτής όπλων που ενισχύει τον ισραηλινό στρατό είναι είναι η Αμερική.
Το Γαλλικό Πρακτορείο ρίχνει φως σε αυτή τη συνεργασία την ώρα που ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν αντιμετωπίζει ολοένα μεγαλύτερη πίεση από πολλές πλευρές να θέσει όρους στη χορήγηση στρατιωτικής βοήθειας, ώστε να εξασφαλίσει πως θα αντιμετωπιστεί η ανθρωπιστική καταστροφή στη Λωρίδα της Γάζας, την ώρα που ο πόλεμος οδεύει να συμπληρώσει μισό χρόνο την Κυριακή.
«Κατεπείγουσες» πωλήσεις
Από το ξέσπασμα του πολέμου ανάμεσα στο Ισραήλ και το παλαιστινιακό ισλαμιστικό κίνημα Χαμάς, οι ΗΠΑ έχουν δημοσιοποιήσει δυο πωλήσεις που έγιναν με τη λεγόμενη «κατεπείγουσα» διαδικασία στον σύμμαχό τους. Η οδός αυτή επιτρέπει άμεσες παραδόσεις, παρακάμπτοντας τη συνήθη διαδικασία αξιολόγησης και έγκρισης, διάρκειας 30 ημερών, στο Κογκρέσο.
Στις αρχές Δεκεμβρίου, η Ουάσιγκτον ενέκρινε την πώληση, έναντι 106 εκατομμυρίων δολαρίων, 13.981 οβίδων 120 χιλιοστών. Πρόκειται για πυρομαχικά προοριζόμενα κυρίως για τα άρματα μάχης Μερκάβα, που αναπτύχθηκαν στη Λωρίδα της Γάζας στο πλαίσιο των χερσαίων επιχειρήσεων ευρείας κλίμακας από τα τέλη Οκτωβρίου.
Στα τέλη Δεκεμβρίου, εγκρίθηκε δεύτερη «κατεπείγουσα» πώληση από την κυβέρνηση του προέδρου Μπάιντεν. Επρόκειτο για 57.000 οβίδες 155 χιλιοστών και συναφή εξοπλισμό, με αξία συνολικά 147,5 εκατ. δολαρίων. Αντλήθηκαν από τα αποθέματα του αμερικανικού στρατού.
Οι πωλήσεις όπλων με αξία που ξεπερνά συγκεκριμένο όριο είναι υποχρεωτικό βάσει νόμου να ανακοινώνονται στις ΗΠΑ, κάτι όμως που δεν ισχύει για μικρότερης αξίας τέτοιες συναλλαγές. Σύμφωνα με την εφημερίδα Washington Post, έχουν εγκριθεί πάνω από 100 πωλήσεις στο Ισραήλ που δεν δημοσιοποιήθηκαν από την κυβέρνηση του προέδρου Τζο Μπάιντεν μετά την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου. Πολλές αφορούσαν πυρομαχικά για το πυροβολικό.
Σταθερή για δεκαετίες
Οι «επείγουσες» πωλήσεις στο Ισραήλ προστίθενται στη σταθερή για δεκαετίες —και δωρεάν— βοήθεια των ΗΠΑ, οι οποίες διαθέτουν στον πιο στενό σύμμαχό τους στη Μέση Ανατολή μέρος των πιο σύγχρονων οπλικών συστημάτων τους.
Από ιδρύσεώς του το 1948, η Ουάσιγκτον χρηματοδότησε με κάπου 130 δισεκατομμύρια δολάρια το Ισραήλ, κατά επίσημους αριθμούς. Το ποσό αυτό ισούται με 300 δισεκ. δολάρια αν αναπροσαρμοστεί για να ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός.
Το Ισραήλ είναι «ο μεγαλύτερος αποδέκτης αθροιστικά» της αμερικανικής βοήθειας στο εξωτερικό «μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο», ανέφερε πρόσφατη έκθεση του αμερικανικού Κογκρέσου. Έλαβε εξάλλου χωριστή, «μεγάλη οικονομική βοήθεια» μεταξύ του 1971 και του 2007.
Έκτοτε, η βοήθεια είναι σχεδόν αποκλειστικά στρατιωτική — κι ανέρχεται σε πάνω από 3,5 δισεκατομμύρια ευρώ τον χρόνο, δυνάμει πολυετών διμερών συμφωνιών, που επί του παρόντος έχουν ισχύ ως το 2028.
«Οι ΗΠΑ παρέχουν στο Ισραήλ πρόσβαση σε κάποιους από τους πιο προηγμένους στρατιωτικούς εξοπλισμούς στον κόσμο, συμπεριλαμβανομένου του (σ.σ. ‘αόρατου’ για τα περισσότερα ραντάρ μαχητικού αεροσκάφους) F-35», συνοψίζει το Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Είναι επίσης οι ΗΠΑ αυτές που χρηματοδοτούν και εν μέρει προμηθεύουν εξοπλισμό για το σύστημα αντιαεροπορικής άμυνας Σιδηρούς Θόλος. Το χαρακτηριζόμενο αποτελεσματικό αν και πολύ δαπανηρό σύστημα αυτό χαρακτηρίζεται η ασπίδα του εβραϊκού κράτους για την αναχαίτιση πυραύλων που εκτοξεύονται από τη Λωρίδα της Γάζας ή τον Λίβανο.
Η βοήθεια κατευθύνεται σχεδόν όλη στην αγορά εξοπλισμού και υπηρεσιών από αμερικανικές στρατιωτικές βιομηχανίες.
Στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες, πολλές φωνές εκφράζουν ολοένα εντονότερη ανησυχία για τον τρομακτικά βαρύ απολογισμό θυμάτων στις τάξεις των αμάχων κατά τις ισραηλινές στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Λωρίδα της Γάζας.
Η αμερικανική ομοσπονδιακή νομοθεσία θεωρητικά απαγορεύει την προμήθεια όπλων σε χώρες που ευθύνονται για «κατάφωρες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».