Ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας Τζέιμς Μάτις δήλωσε ότι τόσο το πυρηνικό, όσο και το πυραυλικό πρόγραμμα της Βόρειας Κορέας την καθιστούν “την πιο επείγουσα” απειλή για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ, καθώς έχει εντατικοποιηθεί ο ρυθμός ανάπτυξης τους.
“Το πρόγραμμα πυρηνικών όπλων είναι ένας ξεκάθαρος κίνδυνος για όλους, ενώ οι προκλητικές ενέργειες του καθεστώτος είναι παράνομες υπό το πλαίσιο του διεθνούς δικαίου. Οι ενέργειες αυτές δεν έχουν μετριαστεί παρά τις κυρώσεις του ΟΗΕ,” δήλωσε χαρακτηριστικά ο Αμερικανός ΥΠΑΜ σε γραπτή δήλωσή του προς την αρμόδια επιτροπή για τις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ στην Βουλή των Αντιπροσώπων.
“Η πιο άμεση και επικίνδυνη απειλή για την ειρήνη και την ασφάλεια είναι η Βόρεια Κορέα που συνεχίζει την ανάπτυξη του πυρηνικού της οπλοστασίου, ενώ έχει αυξηθεί ο ρυθμός και το απόκτησης και το εύρος των μέσων μεταφοράς πυρηνικών όπλων” που διαθέτει, ανέφερε η γραπτή δήλωση του Μάτις προς την επιτροπή.
Στις αρχές Ιουνίου το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ επέκτεινε την εφαρμογή των κυρώσεων κατά της Βόρειας Κορέας, μετά τις επαναληπτικές πυραυλικές εκτοξεύσεις. Επρόκειτο για την πρώτη απόφαση του ΟΗΕ που ψηφίστηκε με την σύμφωνη γνώμη των ΗΠΑ και της Κίνας μετά την ανάληψη των προεδρικών καθηκόντων από τον Ντόναλντ Τραμπ.
Από την αρχή του 2016, η Βόρεια Κορέα έχει πραγματοποιήσει δεκάδες δοκιμαστικές εκτοξεύσεις, αλλά και δύο πυρηνικές δοκιμές, ενισχύοντας την επιθετική ρητορική της για την ανάπτυξη ενός διηπειρωτικού βαλλιστικού πυραύλου (ICBM) με δυνατότητα μεταφοράς πυρηνικής κεφαλής, ο οποίος θα μπορεί να πλήξει τις κεντρικές πολιτείες των ΗΠΑ.
Παράλληλα, ο Μάτις προειδοποίησε για τις απώλειες που θα έχει μία ενδεχόμενη πολεμική σύγκρουση με την Βόρεια Κορέα.
“Θα πρόκειται για έναν πόλεμο που δε θα μοιάζει σε τίποτα με τα όσα έχουμε δει από το 1953, ενώ θα πρέπει να αντιδράσουμε με οποιοδήποτε επίπεδο χρήσης πολεμικής ισχύος κριθεί αναγκαίο… Θα πρόκειται για μία ιδιαιτέρως σοβαρή πολεμική σύγκρουση,” σύμφωνα με τον Αμερικανό ΥΠΑΜ.
Ο Πόλεμος της Κορέας τερματίστηκε το 1953, τρία χρόνια μετά την έναρξή του, και στοίχισε τη ζωή 140.000 Νοτιοκορεατών, 36.000 Αμερικανών στρατιωτών και ενός εκατομμυρίου αμάχων.