Σχεδόν μόνιμη παρακολούθηση, περιορισμένη πρόσβαση στις οικογένειες, απομόνωση: η μεταχείριση των τριάντα τελευταίων κρατούμενων στο Γκουαντάναμο είναι «σκληρή, απάνθρωπη και ταπεινωτική», κατήγγειλε χθες Δευτέρα (26.06.2023) ειδική εισηγήτρια του ΟΗΕ έπειτα από την πρώτη της επίσκεψη στη φυλακή των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων.
Έπειτα από δυο δεκαετίες άκαρπων αιτημάτων ανεξάρτητων ειδικών για τα ανθρώπινα δικαιώματα του ΟΗΕ, η ιρλανδή ειδική εισηγήτρια για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τον αντιτρομοκρατικό αγώνα, η Φιονούλα Νι Ολάιν, εντέλει επετράπη να επισκεφθεί το Γκουαντάναμο τον Φεβρουάριο.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Έκθεσή της που παρουσιάστηκε χθες κάνει λόγο, παρά τις «βελτιώσεις» στη φυλακή, σε «σχεδόν μόνιμη παρακολούθηση», «βίαιο βγάλσιμο από κελιά», «υπέρμετρη χρήση μέσων περιορισμού», «ανεπάρκειες στην περίθαλψη», «ανεπαρκή πρόσβαση στις οικογένειες» και «αυθαίρετες κρατήσεις» που χαρακτηρίζονται από «τη συνέχιση των παραβιάσεων του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη».
«Το σύνολο αυτών των πρακτικών και των παραλείψεων (…) αθροιστικά ισοδυναμούν, κατά τη γνώμη μου, με σκληρή, απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση (…) δυνάμει του διεθνούς δικαίου», τόνισε η κυρία Νι Ολάιν κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου.
«Το κλείσιμο της διαβόητης φυλακής παραμένει προτεραιότητα», πρόσθεσε, εξαίροντας πάντως το ότι η σημερινή κυβέρνηση των ΗΠΑ έκανε «άνοιγμα», επέδειξε «βούληση» να «δώσει το παράδειγμα» επιτρέποντας την επίσκεψη της ομάδας της.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ανεξάρτητοι ειδικοί για θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ΟΗΕ επιδίωκαν να τους δοθεί πρόσβαση στη στρατιωτική φυλακή, που βρίσκεται σε βάση του αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού σε έκταση στη νοτιοανατολική Κούβα, αφότου άνοιξε το 2002 για να εγκλείονται εκεί άνθρωποι που συλλαμβάνονταν στο πλαίσιο του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» που εξαπέλυσαν οι ΗΠΑ μετά τις επιθέσεις του Σεπτεμβρίου του 2001.
Η φυλακή αυτή όμως μετατράπηκε σε αγκάθι για την Ουάσιγκτον, που κατηγορήθηκε για παράνομες συλλήψεις και κρατήσεις, παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και βασανιστήρια· στην κορύφωση του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», σε αυτή ήταν έγκλειστοι περίπου 800 «εχθρικοί μαχητές», οι περισσότεροι από τους οποίους συνελήφθησαν χωρίς να υπάρχουν παρά ελάχιστες αποδείξεις πως εμπλέκονταν σε κάτι.
«Διαφωνία» των ΗΠΑ
Σε επιστολή που συνοδεύει την έκθεση, η αντιπροσωπεία των ΗΠΑ στον ΟΗΕ εκφράζει τη «διαφωνία» της με αρκετές από τις «τοποθετήσεις» στο έγγραφο, που «δεν αντανακλούν την επίσημη θέση των Ηνωμένων Εθνών», διαβεβαιώνοντας ότι οι κρατούμενοι δέχονται ιατρικές φροντίδες και μπορούν να επικοινωνούν ανά τακτά χρονικά διαστήματα με τις οικογένειές τους.
«Παραχωρήσαμε στην ειδική εισηγήτρια πρόσβαση άνευ προηγουμένου» καθώς «έχουμε την πεποίθηση πως οι συνθήκες κράτησης στο Γκουαντάναμο είναι ανθρώπινες», ανέφερε η Μισέλ Τέιλορ, η αντιπρόσωπος των ΗΠΑ στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών, συμπληρώνοντας πως η κυβέρνηση του προέδρου Τζο Μπάιντεν «εργάζεται ενεργά για να εντοπίσει κατάλληλες τοποθεσίες ώστε να μεταφερθούν σε αυτές οι εναπομείναντες κρατούμενοι».
Η κυρία Νι Ολάιν στάθηκε επίσης στα θύματα των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, τονίζοντας πως απομένουν ακόμη πολλά να γίνουν για να εκπληρωθεί το «δικαίωμά τους στην αποκατάσταση».
Η έκθεση της υπογραμμίζει ότι η πρακτική των βασανιστηρίων σε «black sites» (αμερικανικές μυστικές φυλακές) και κατόπιν στο Γκουαντάναμο «αποτελεί το πιο σημαντικό εμπόριο για να εκπληρωθεί το δικαίωμα των θυμάτων να δουν να αποδίδεται στη δικαιοσύνη»: «Τα βασανιστήρια αποτέλεσαν προδοσία των δικαιωμάτων των θυμάτων», κρίνει (σ. 4).
«Η αμερικανική κυβέρνηση πρέπει να εγγυηθεί ότι θα υπάρξει λογοδοσία για όλες τις παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου, είτε πρόκειται για θύματα των αντιτρομοκρατικών πρακτικών της, ή νυν και πρώην φυλακισθέντες, ή θύματα της τρομοκρατίας», επέμεινε η ειδικός.
Αυτή η λογοδοσία, πρόσθεσε, συμπεριλαμβάνει τον να ζητηθεί «συγγνώμη», να υπάρξει «πλήρης ανάληψη της ευθύνης», να προσφερθούν «αποκατάσταση» και «εγγυήσεις πως δεν θα επαναληφθεί κάτι τέτοιο» σε «όλα» τα θύματα και αυτό δεν θα πάψει να είναι «πιεστικό τα επόμενα χρόνια».