Το πρωί της 29ης Οκτωβρίου 2015, στο σπίτι τους στο Φοντέν της Γκρενόμπλ, ο Ιμπέρ Ουζιέ είχε σηκωθεί από το κρεβάτι, όπως άλλωστε συνήθιζε να κάνει καθημερινά, ενώ η σύζυγός του Νικόλ, ηλικίας 81 ετών, κοιμόταν ακόμη. Ωστόσο εκείνη τη φορά, πήρε ένα μαξιλάρι, το τοποθέτησε πάνω στο πρόσωπό της και το πίεσε για μερικά λεπτά. Μόλις το σήκωσε, κατάλαβε ότι η γυναίκα είχε πεθάνει.
Στο τραπέζι της κουζίνας είχε αφήσει δύο συμφωνητικά κηδειών, το ένα στο όνομα της συζύγου του και το άλλο στο δικό του, με μια υποσημείωση για τον γιο τους, που επρόκειτο να τους επισκεφθεί την ίδια μέρα: «Τηλεφώνησε στην πυροσβεστική, συγγνώμη σε όλους (…). Σκότωσα τη Μαμά, δεν αντέχω πλέον (…) Σας προκαλούσα μεγάλο πόνο, αυτό ήταν το μοναδικό θέμα».
Οι αρχές βρήκαν τον 80χρονο στο μπάνιο, είχε τις αισθήσεις του, αλλά έφερε βαθιά τραύματα στους καρπούς και τον λαιμό του, καθώς όπως φαίνεται είχε επιχειρήσει να βάλει τέλος στη ζωή του.
Δύο ημέρες μετά, στο νοσοκομείο, ο Ιμπέρ Ουζιέ, συντετριμμένος, εξήγησε ότι η σύζυγός του, που έπασχε από τη νόσο Αλτσχάιμερ και ήταν ανάπηρη για πολλά χρόνια, ήταν απόλυτα εξαρτημένη από εκείνον που δεν μπορούσε πλέον να διαχειριστεί την καθημερινότητά τους.
Εκείνη αρνείτο οποιαδήποτε ξένη βοήθεια στο σπίτι, ενώ εκείνος, σε κατάθλιψη και υπό φαρμακευτική αγωγή, δεν άντεχε πλέον να διαπιστώνει, κάθε μέρα, την επιδείνωση της υγείας της συζύγου του.
Λίγους μήνες αργότερα, υποστήριξε ότι δεν είχε προσχεδιάσει το έγκλημα, ότι λυπάται, ότι δεν γνώριζε τι έπρεπε να κάνει. Ψυχολόγος διέγνωσε ότι η κατάρρευσή του, σε ψυχολογικό και σωματικό επίπεδο, τη στιγμή των γεγονότων θα μπορούσε να εξηγήσει την ενέργειά του.
Ο γιος δήλωσε ότι συγχωρεί τον πατέρα του: «Είδα ότι ήθελε να φύγει μαζί της και όλα όσα έκανε για εκείνη στο παρελθόν. Την αγαπούσε».
Ο κατηγορούμενος, που δικάζεται για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, αντιμετωπίζει την ισόβια κάθειρξη.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ