Μια από τις πιο διάσημες και με μεγάλη επιρροή γυναίκες του 20ου αιώνα, ήταν αναμφισβήτητα η Μάργκαρετ Θάτσερ, ευρέως γνωστή ως «Σιδηρά Κυρία», προσωνύμιο που της είχαν αποδώσει οι Σοβιετικοί για την ασυμβίβαστη πολιτική της.
Η Μάργκαρετ Θάτσερ υπήρξε η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας και η πιο διάσημη βρετανίδα πολιτικός του 20ού αιώνα μετά τον Ουίνστον Τσώρτσιλ.
Ήταν το 1979 όταν έσπασε το άβατο του ανδροκρατούμενου βρετανικού κοινοβουλίου και εκλέχθηκε στο ύπατο αξίωμα της χώρας.
Κυβέρνησε για 11 συναπτά χρόνια, από το 1979 μέχρι το 1990 και η πολιτική της ονομάστηκε «θατσερισμός».
Αμφιλεγόμενη προσωπικότητα η ίδια, με φανατικούς οπαδούς αλλά και ορκισμένους εχθρούς, θα παραιτηθεί το 1991 εν μέσω πολιτικού αναβρασμού, όταν θα έβλεπε τη λαοφιλία της να πέφτει στα τάρταρα.
Έκανε τη Μεγάλη Βρετανία εξέχουσα δύναμη επιρροής
Η Μάργκαρετ Θάτσερ γεννιέται ως Μάργκαρετ Ρόμπερτς στις 13 Οκτωβρίου 1925 στο Γκράνθαμ της Βρετανίας πάνω από το μπακάλικο του πατέρα της.
Ο πατέρας της αναμειγνυόταν στην τοπική πολιτική ζωή και η μικρή Μάργκαρετ θα έχει την πρώτη της επαφή με τα συντηρητικά ιδεώδη από παιδί ακόμα.
Πολύ καλή μαθήτρια, θα γίνει δεκτή στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης για να σπουδάσει χημεία. Ταυτόχρονα με τις σπουδές, ήταν και Πρόεδρος της Συντηρητικής Ένωσης του Πανεπιστημίου Οξφόρδης.
Το 1947 θα πάρει το πτυχίο της στη Χημεία και θα εργαστεί ως ερευνήτρια χημικός σε διάφορα ινστιτούτα της χώρας.
Το 1951 θα παντρευτεί τον Ντένις Θάτσερ, έναν διαζευγμένο πλούσιο επιχειρηματία, ο οποίος χρηματοδότησε τις νομικές σπουδές της και το 1953 θα υποδεχτεί τα δίδυμα παιδιά της, Κάρολ και Μαρκ.
Η Μάργκαρετ Θάτσερ με τον άντρα της και τα παιδιά της – Φωτογραφία: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Η Θάτσερ θα ολοκληρώσει τις σπουδές της το 1953, με τη στιγμή να κρίνεται κατάλληλη για να επιστρέψει στον πολιτικό στίβο.
Εκλέγεται στη Βουλή των Κοινοτήτων το 1959 και το 1965 ορίστηκε εκπρόσωπος του Συντηρητικού Κόμματος.
Υποστήριξε προτάσεις νόμου για την αποποινικοποίηση της ανδρικής ομοφυλοφιλίας, τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων, τη διατήρηση της θανατικής ποινής αλλά ψήφισε ενάντια στη χαλάρωση των νόμων περί διαζυγίου.
Άσκησε σκληρή κριτική στην πολιτική υψηλής φορολογίας των Εργατικών, θεωρώντας την βήμα «όχι προς το σοσιαλισμό, αλλά προς τον κομμουνισμό».
Όταν οι Συντηρητικοί επέστρεψαν στο τιμόνι της χώρας τον Ιούνιο του 1970, η Θάτσερ θα οριστεί υπουργός σε θέματα Παιδείας και Επιστήμης.
Περιέκοψε τον Προϋπολογισμό για την Παιδεία, ενώ κατάργησε τη χορήγηση δωρεάν γάλακτος στα σχολεία για παιδιά επτά ως έντεκα ετών για να της «χαρίσει» το παρατσούκλι «άρπαγας του γάλατος».
Η τροπολογία προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και έδωσε στους συμπατριώτες της μια πρώτη γεύση από την αποφασιστικότητα που τη χαρακτήριζε.
Μετά την ήττα των Συντηρητικών στις εκλογές του 1974, εκείνη τοποθετήθηκε σκιώδης Υπουργός Περιβάλλοντος.
Στις 11 Φεβρουαρίου 1975 εξελέγη ηγέτιδα του Συντηρητικού Κόμματος βγάζοντας από τη θέση του τον πρώην πρωθυπουργό Χιθ. Ήταν η πρώτη γυναίκα αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης
Η Βρετανία ήταν έτοιμη για αλλαγή οικονομικής και πολιτικής σελίδας, με την κυβέρνηση σχεδόν χρεοκοπημένη, την ανεργία να μαστίζει και τις συγκρούσεις στα εργατικά σωματεία να είναι μία καθημερινότητα.
Η πολιτική αστάθεια θα βοηθήσει τους Συντηρητικούς να επανέλθουν στην κυβέρνηση το 1979, με τη Θάτσερ να γράφει ιστορία τον Μάιο του ίδιου χρόνου, όταν και ορκίστηκε πρωθυπουργός. Ήταν η πρώτη γυναίκα επικεφαλής της Βρετανίας!
Ως πρωθυπουργός τώρα, η Θάτσερ θα έπαιρνε μια σειρά από σκληρά μέτρα για να αναστρέψει την πτωτική πορεία της οικονομίας της Αγγλίας.
Θα μείνει γνωστή για την αναμόρφωση των παραδοσιακών βιομηχανικών μορφών της χώρας, μέσα από τη δριμεία επίθεση που εξαπέλυσε στα εργατικά συνδικάτα, αλλά και την ευρεία ιδιωτικοποίηση των δημόσιων συγκοινωνιών και των προγραμμάτων εργατικής κατοικίας.
Με την εκλογή του Ρόναλντ Ρίγκαν στην προεδρεία των ΗΠΑ, το 1980, οι δυο ηγέτες γίνονται αχώριστο δίδυμο.
Η πρώτη περίοδος της πρωθυπουργίας της σημαδεύτηκε από το βορειοϊρλανδικό ζήτημα και τον Πόλεμο των Φόκλαντς.
Η Μάργκαρετ Θάτσερ με τον Ρόναλντ Ρίγκαν και την Βασίλισσα Ελισάβετ – Φωτογραφία: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Τον Απρίλιο του 1982, ξέσπασε ο πόλεμος των Φόκλαντς, νησιών στον Νότιο Ατλαντικό, που διεκδικούσε και είχε καταλάβει προσωρινά η Αργεντινή. Η Βρετανία επικράτησε στα πεδία των μαχών και ανακατέλαβε τα νησιά. Οι χειρισμοί της Θάτσερ κρίνονται ιδιαίτερα επιτυχημένοι.
Με την ανάληψη της πρωθυπουργίας η Θάτσερ έθεσε ως βασική προτεραιότητα την μείωση του πληθωρισμού και για αυτό ακολούθησε σφικτή νομισματική πολιτική, αυξάνοντας τα επιτόκια, προκειμένου να χαμηλώσει τον πληθωρισμό.
Έδειξε προτίμηση προς την έμμεση φορολογία, έναντι της φορολογίας εισοδήματος, και αύξησε τον ΦΠΑ στο 15%. Καταργήθηκαν οι μισθολογικοί και οι συναλλαγματικοί περιορισμοί.
Οι πολιτικές αυτές διατήρησαν την αξία της στερλίνας σε υψηλά επίπεδα. Ταυτόχρονα η ανεργία εκτοξεύτηκε. Το 1983 υπήρχαν 3,6 εκατ. άνεργοι!
Οι κρατικές δαπάνες κυρίως για την εκπαίδευση και την στέγαση μειώθηκαν. Το ΑΕΠ της χώρας μειωνόταν. Σταδιακά, όμως η οικονομική πολιτική άρχισε να αποδίδει.
Ο Πόλεμος των Φόκλαντς, μαζί με μια οικονομική ανάπτυξη που παρατηρήθηκε στις αρχές του 1983, ανέβασαν τη δημοτικότητα της κυβέρνησης.
Εκμεταλλευόμενοι το διχασμό του Εργατικού Κόμματος της εποχής εκείνης, οι Συντηρητικοί πέτυχαν νέα νίκη στις εκλογές του Ιουνίου 1983.
Στη δεύτερη τετραετία της, η Θάτσερ έπρεπε να μειώσει τη δύναμη των συνδικάτων και των επαγγελματικών ενώσεων. Τον Μάρτιο του 1984 η κυβέρνηση προσπάθησε να ιδιωτικοποιήσει τα κερδοφόρα ορυχεία και να κλείσει τα ζημιογόνα.
Οι ανθρακωρύχοι αντέδρασαν έντονα. Η απεργία τους, που διήρκεσε έναν ολόκληρο χρόνο αναδείχτηκε ως το πιο σημαντικό γεγονός στη δεύτερη τετραετία της Θάτσερ. Τα 2/3 των εργαζόμενων συμμετείχαν στην απεργία, η οποία ζημίωσε πολύ τη βρετανική οικονομία.
Τελικά, η κυβέρνηση έκλεισε 25 ορυχεία, αντί για 20, που σχεδίαζε αρχικά. Η ήττα του συνδικαλιστικού κινήματος των ανθρακωρύχων, ενίσχυσε τη Θάτσερ και άνοιξε τον ασκό του Αιόλου για τις ιδιωτικοποιήσεις δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών.
Την ίδια εποχή θα λάβει χώρα και η απόπειρα δολοφονίας της (1984), με το βομβιστικό χτύπημα του ΙΡΑ (Ιρλανδοί εθνικιστές) σε συνέδριο των Συντηρητικών σε ξενοδοχείο του Μπράιτον να την αφήνει σώα αλλά και απτόητη…
Τον Ιούνιο του 1987 οδήγησε το κόμμα της σε μια τρίτη ιστορική νίκη. Την ίδια χρονιά αντιτάχθηκε έντονα στη διαφαινόμενη συγκεντροποίηση της λήψης αποφάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με την ίδια να υποστηρίζει ότι ο ρόλος της ΕΕ έπρεπε να περιοριστεί στη διασφάλιση του ελεύθερου εμπορίου και του ανόθευτου ανταγωνισμού.
Η αντιευρωπαϊκή της πολιτική αλλά και τα θέματα εσωτερικής φορολογικής πολιτικής άρχισαν να διχάζουν το κόμμα της.
Στις 22 Νοεμβρίου του 1990 η Θάτσερ διαβαίνει για τελευταία φορά το κατώφλι του Μπάκινγχαμ ως πρωθυπουργός της χώρας. Την διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία ο Τζον Μέιτζορ.
Όχι πολύ αφότου εγκατέλειψε την πολιτική καριέρα, η Θάτσερ θα αναγορευτεί «βαρόνη» από τη βασίλισσα Ελισάβετ, το 1992, τίτλος που θα της εξασφάλιζε ισόβια συμμετοχή στη Βουλή των Λόρδων.
Τον Ιούνιο του 2003 έχασε ξαφνικά τον σύζυγό της Ντένις, με τον οποίο είχαν συμπληρώσει περισσότερα από 50 χρόνια έγγαμης ζωής.
Η εύθραυστη υγεία της θα κλονιστεί ακόμα περισσότερο όταν την επόμενη χρονιά θα χάσει και τον στενό της φίλο και πολιτικό σύμμαχο Ρόναλντ Ρίγκαν.
Τον Ιούνιο του 2004 παρακολούθησε την κηδεία του Ρόναλντ Ρήγκαν και εκφώνησε μαγνητοσκοπημένο λόγο.
Μικρο – εγκεφαλικά επεισόδια είχαν προκαλέσει ζημιά στην μνήμη της.
Η «Σιδηρά Κυρία» πέθανε στις 8 Απριλίου 2013, από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Το πολιτικό της στίγμα έμεινε ανεξίτηλο στα πολιτικά πράγματα της Βρετανίας αλλά και σε διεθνές επίπεδο.