Το βιντεοσκοπημένο υλικό διάρκειας 4 ωρών που κατέγραψε με το κινητό του τηλέφωνο ο Τζάτινγκ βρίσκεται στο μικροσκόπιο της Δικαιοσύνης στη δεύτερη ημέρα της δίκης του στο Χονγκ Κονγκ, μιας δίκης που μαγνήτισε το ενδιαφέρον διεθνώς.
Ο 31χρονος άνδρας, απόφοιτος του Πανεπιστημίου Κέμπριτζ, ομολόγησε ότι σκότωσε τη Σουμάρτι Νίνγκσιχ, μια 23χρονη μητέρα, και άλλη μία γυναίκα από την Ινδονησία, την Σένεγκ Μουτζιασίχ, στο πολυτελές διαμέρισμά του πριν από δύο χρόνια.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ωστόσο δήλωσε αθώος στην κατηγορία της ανθρωποκτονίας με «μειωμένο καταλογισμό» και ένοχος στην κατηγορία της ανθρωποκτονίας από αμέλεια.
Οι επτά ένορκοι, τέσσερις γυναίκες και πέντε άνδρες, δεν έκρυβαν το σοκ τους, σφίγγοντας τα χείλη τους από αποτροπιασμό και κάποιες στιγμές παίρνοντας το βλέμμα τους από το απόσπασμα διάρκειας 20 λεπτών με τα βασανιστήρια σε βάρος της 23χρονης. Ένας μεσήλικας ένορκος δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Χωρίς να φοράει μπλούζα, με παραπανίσια κιλά και αξύριστος, ο Τζάτινγκ εμφανίζεται επίσης στο βίντεο. Είτε δείχνει το σώμα του θύματός του είτε μιλάει με ανατριχιαστική ηρεμία σε μια σειρά μονολόγων που ο ίδιος περιγράφει ως «ναρκισσιστικά παραληρήματα».
Το βίντεο δεν παρουσιάστηκε στο ακροατήριο, ενώ οι δημοσιογράφοι που κάλυπταν τη δίκη μπόρεσαν να ακούσουν μόνο το ηχητικό σκέλος του.
«Μόλις σκότωσα κάποια, ο πρώτος άνθρωπος που σκότωσα ποτέ, έκοψα τον λαιμό της στο μπάνιο…» ακούγεται να λέει ο δράστης.
Ο Τζάτινγκ, ο οποίος κατείχε υψηλόβαθμη θέση στην τράπεζα επενδύσεων Bank of America στο Χονγκ Κονγκ πριν από τη σύλληψή του, κάποια στιγμή καταγράφει τον εαυτό του ενώ κάνει χρήση κοκαΐνης ενώ εξηγεί πώς βασάνισε την Νίνγκσιχ.
«Της συμπεριφέρθηκαν όχι ως άνθρωπο, ως σεξουαλικό αντικείμενο» λέει.
Την ώρα που κοίταζε τις αποτρόπαιες ενέργειές του στο βίντεο που εντοπίστηκε στο iPhone του, περιστοιχισμένος από τρεις αστυνομικούς, ο Τζάτινγκ έκλεινε τα μάτια του, κάποιες στιγμές κάλυπτε το πρόσωπό του για να μην βλέπει.
Ο δράστης χρησιμοποίησε μια ζώνη, ερωτικά βοηθήματα, μια πένσα και τις γροθιές του για να βασανίσει το θύμα του. Η κακοποίηση διήρκησε 3 ημέρες προτού τελικά την δολοφονήσει κόβοντάς της τον λαιμό, σύμφωνα με το κατηγορητήριο.
Στο βιντεοσκοπημένο υλικό, ο πρώην τραπεζίτης ακούγεται να μιλάει ήρεμα την ώρα που κακοποιεί την Νίνγκσιχ, μια μητέρα που μεγάλωνε μόνη της το παιδί της και είχε επισκεφθεί το Χονγκ Κονγκ με τουριστική βίζα.
Ο ίδιος φώναζε το θύμα του «Άλις» καθώς το βασάνιζε.
Σε κάποια στιγμή, ο Τζάτινγκ περιγράφει μια «φαντασίωσή» του: να απαγάγει 3 έφηβες από το Ουάικομπ Άμπεϊ, ένα σχολείο θηλέων στο Χάι Ουάικομπ, μια πόλη βορειοδυτικά του Λονδίνου.
Οι σοροί των γυναικών βρέθηκαν στο διαμέρισμα του Τζάτινγκ αφού εκείνος κάλεσε την αστυνομία.
Το πρώτο θύμα ήταν σε μία βαλίτσα στο μπαλκόνι· το δεύτερο θύμα του, η 26χρονη Μουτζιασίχ, βρέθηκε εντός της οικίας του.
Η Μουτζιασίχ, οικιακή βοηθός, εργαζόταν σε ένα μπαρ όταν γνώρισε τον βασανιστή της, σύμφωνα με τις εισαγγελικές αρχές.
Ο ίδιος είχε αναφερθεί στο πρώτο του θύμα της Νίνγκσιχ ως ιερόδουλη.
«Το να την σκοτώσει ενδεχομένως θα είναι μια πράξη ευσπλαχνίας, το να ζει με αυτό πιθανόν θα την στοίχειωνε» ακούγεται να λέει.
Λίγο μετά τη σύλληψή του τον Νοέμβριο του 2014 η Bank of America ανακοίνωσε ότι ο Τζάτινγκ εργαζόταν εκεί μέχρι πρόσφατα, αλλά δεν ανέφερε πότε ακριβώς ή τους λόγους που εκείνος έφυγε.
Ο ίδιος μίλησε για τον ρόλο του ως αντιπρόεδρο της τράπεζας κι έκανε λόγο για «κατάθλιψη οφειλόμενη σε εργασιακούς λόγους».