Ο πάπας Φραγκίσκος κάλεσε σήμερα σε επαγρύπνηση, εκτιμώντας ότι ορισμένες πολιτικές δηλώσεις τού θυμίζουν τις "ομιλίες του Χίτλερ" στη δεκαετία του 1930, καταγγέλλοντας μια αναβίωση του μίσους κατά των Εβραίων, των αθίγγανων και των ομοφυλοφίλων.
“Πρέπει να ομολογήσω ότι όταν ακούω ορισμένες ομιλίες, ορισμένους αξιωματούχους δυνάμεων της τάξης και κυβερνήσεων, μου έρχονται στο μυαλό ομιλίες του Χίτλερ το 1934 και το 1936″, δήλωσε ο ποντίφικας κατά τη διάρκεια ακρόασης με τα μέλη μιας διεθνούς ένωσης ποινικού δίκαιου που συνεδρίασε στη Ρώμη.
“Δεν είναι τυχαίο, εάν μερικές φορές εμφανίζονται εκ νέου τυπικά εμβλήματα και ενέργειες του ναζισμού, που μέσω των διώξεων κατά των Εβραίων, των αθίγγανων, των ομοφυλοφίλων, αντιπροσωπεύουν το κατ΄εξοχήν μοντέλο του πολιτισμού της απόρριψης και του μίσους. Πρέπει να επαγρυπνούμε τόσο στον αστικό τομέα όσο και στον εκκλησιαστικό τομέα, να αποφεύγουμε οποιοδήποτε συμβιβασμό με αυτούς τους εκφυλισμούς”, πρόσθεσε ο προκαθήμενος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Την Τετάρτη, κατά τη διάρκεια της καθιερωμένης ακρόασης στην πλατεία του Αγίου Πέτρου, ο ποντίφικας είχε ήδη απευθύνει αυστηρή προειδοποίηση για την αναβίωση του αντισημιτισμού. Είχε επίσης θυμίσει ότι “ο εβραϊκός λαός υπέφερε τόσο στην Ιστορία” τονίζοντας ότι “λυπάται πολύ που βλέπει πόσο αρχίζει σήμερα να αναβιώνει εδώ ή εκεί η συνήθεια της δίωξης των Εβραίων”.
“Δεν είναι ούτε ανθρώπινο, ούτε χριστιανικό. Αυτοί είναι αδέλφια μας και δεν πρέπει να υφίστανται διώξεις, αυτό είναι σαφώς κατανοητό;” είχε προσθέσει ενώ οι πιστοί χειροκροτούσαν θερμά.
Η Ιταλίδα γερουσιαστής Λιλιάνα Σέγκρε, 89 ετών, επιζήσασα του Άουσβιτς, τέθηκε πρόσφατα υπό αστυνομική προστασία καθώς λάμβανε χιονοστιβάδα 200 μηνυμάτων μίσους καθημερινά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Η Ιταλία υιοθέτησε στα τέλη Οκτωβρίου τη συγκρότηση κοινοβουλευτικής επιτροπής αρμόδιας για την καταπολέμηση φαινομένων μισαλλοδοξίας, ρατσισμού, αντισημιτισμού και υποκίνησης στο μίσος και στη βία, ένα μέτρο που είχε φέρει στο κοινοβούλιο η Λιλιάνα Σέγκρε.
Ο πάπας κάνει συχνά λόγο για τον κίνδυνο της ανόδου των ξενοφοβικών κομμάτων χωρίς ωστόσο ποτέ να κατονομάζει συγκεκριμένα κινήματα ή χώρες.