Σε ηλικία 85 χρόνων άφησε την τελευταία του πνοή ο πρώην πρωθυπουργός του Ισραήλ, Αριέλ Σαρόν, συμφωνα με τα τοπικά μέσα ενημέρωσης.
Μετά από 8 χρόνια σε κωματώδη κατάσταση λόγω εγκεφαλικού επεισοδίου, ο Αριελ Σαρόν άφησε την τελευταία του πνοή στο Ιατρικό Κέντρο Σέμπα.
Η κατάσταση της υγείας του τον τελευταίο καιρό είχε επιδεινωθεί δραματικά, έλεγαν οι γιατροί. Δίπλα του, τις τελευταίες στιγμές, βρισκόταν η οικογένειά του.
“Ο πρώην πρωθυπουργός άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 85 ετών”, έγραψε στο Twitter ο εκπρόσωπος του Νετανιάχου, Οφίρ Γκέντελμαν.
Ο Σαρόν είχε υποστεί ένα μικρό εγκεφαλικό το Δεκέμβριο του 2005 και ακολούθησε φαρμακευτική αγωγή ενώ τον Ιανουάριο του 2006 υπέστη ένα πιο βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο που τον έριξε σε κώμα.
Αφού πέρασε μήνες στο νοσοκομείο της Ιερουσαλήμ, όπου ήταν αρχικά σε θεραπεία, ο Σαρόν μεταφέρθηκε στις εγκαταστάσεις μακροχρόνιας φροντίδας στο νοσοκομείο Tel Hashomer.
Ο Αριέλ Σαρόν,γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1928 στην Παλαιστίνη, που την εποχή εκείνη ήταν υπό Βρετανική Εντολή, από γονείς που κατάγονταν από τη Λευκορωσία.
Συμμετείχε σε σχεδόν όλους τους πολέμους του Ισραήλ και μετά την αποστράτευσή του υπήρξε το δεξί χέρι του ηγέτη της εθνικιστικής δεξιάς και πρωθυπουργού από το 1977 Μεναχέμ Μπεγκίν. Έχοντας αποκτήσει τη φήμη του “γερακιού”, ήταν για πολλά χρόνια υπέρμαχος του ισραηλινού εποικισμού, όμως σε μεγάλη ηλικία αποκήρυξε το όραμά του για τη δημιουργία ενός “Μεγάλου Ισραήλ” και το 2005 διέταξε την εκκένωση των εβραϊκών οικισμών της Λωρίδας της Γάζας, έπειτα από 38 χρόνια κατοχής. Κανείς πριν από αυτόν δεν είχε τολμήσει να διαλύσει τους οικισμούς. Ο ίδιος είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το Ισραήλ θα έπρεπε να παραιτηθεί από τουλάχιστον ένα μέρος των εδαφών που είχε κατακτήσει στον πόλεμο του 1967, εάν ήθελε να παραμείνει ένα “εβραϊκό και δημοκρατικό” κράτος.
Ορισμένες από τις ενέργειές του προκάλεσαν οργή στους Παλαιστινίους και δυσαρέσκεια στη διεθνή κοινότητα ενώ επικρίθηκαν σφοδρά και εντός του Ισραήλ. Πριν από την απόφασή του για αποχώρηση του Ισραήλ από τη Γάζα, για την οποία εγκωμιάστηκε από τη διεθνή κοινότητα, είχε αποκτήσει τη φήμη του αμείλικτου στρατιωτικού και πολιτικού ηγέτη. Το 1982, όταν ήταν υπουργός Άμυνας, ηγήθηκε της ισραηλινής εισβολής στο Λίβανο με στόχο να εκδιώξει από τη χώρα αυτή τον Γιάσερ Αραφάτ, τον ιστορικό ηγέτη των Παλαιστινίων. Μια επίσημη έρευνα που διεξήχθη για την υπόθεση αυτή τον έκρινε υπεύθυνο για τη σφαγή εκατοντάδων Παλαιστίνιων στους προσφυγικούς καταυλισμούς Σάμπρα και Σατίλα, τον Σεπτέμβριο του 1982, από χριστιανούς φαλαγγίτες.
Εντάχθηκε στο στρατό στα 17 του και το 1947, με την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, ανέλαβε εκπαιδευτής των Εβραϊκών Αστυνομικών Μονάδων. Τραυματίστηκε δύο φορές και κέρδισε όχι μόνο τον τίτλο του στρατηγού αλλά και το προσωνύμιο “μπουλντόζας”. Ως υπεύθυνος της μονάδας 101 των ειδικών δυνάμεων και κατόπιν διοικητής της Ταξιαρχίας Αλεξιπτωτιστών, εξαπέλυε πολλές επιχειρήσεις αντιποίνων. Η πιο αιματηρή ήταν αυτή του 1953 στο παλαιστινιακό χωριό Κίμπια όπου έχασαν τη ζωή τους 60 άμαχοι.
Ήταν επίσης διοικητής της Σχολής Πεζικού και επικεφαλής της Ομάδας Ταξιαρχίας στον Πόλεμο των Έξι Ημερών, το 1967. Το 1973 παραιτήθηκε από τον στρατό, όμως τον Ιούλιο του ίδιου έτους, στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, τον ανακάλεσαν στις ένοπλες δυνάμεις και του ανέθεσαν τη διοίκηση του Κεντρικού Τμήματος του Μετώπου του Σινά. Διέσχισε τη διώρυγα του Σουέζ και περικύκλωσε τον αιγυπτιακό στρατό.
Μετά την οριστική αποστρατεία του ασχολήθηκε με την πολιτική, εξελέγη βουλευτής και για μια 25ετία υπηρέτησε σε διάφορα υπουργεία (Γεωργίας, Άμυνας, Εμπορίου και Βιομηχανίας, Εθνικών Υποδομών, Εξωτερικών κ.ά.). Το 1999 εξελέγη πρόεδρος του Λικούντ, μετά την παραίτηση του Μπενιαμίν Νετανιάχου ο οποίος είχε ηττηθεί στις εκλογές από τον Εχούντ Μπαράκ.
Στις 28 Σεπτεμβρίου 2000, η επίσκεψή του στο Όρος του Ναού —τον τρίτο ιερότερο τόπο για τους μουσουλμάνους— στην Ανατολική Ιερουσαλήμ στάθηκε αφορμή για το ξέσπασμα της δεύτερης παλαιστινιακής Ιντιφάντα. Με την υπόσχεση ότι θα καταπνίξει την παλαιστινιακή εξέγερση, εξελέγη πανηγυρικά πρωθυπουργός στις 6 Φεβρουαρίου 2001. Κέρδισε επίσης και τις εκλογές που διεξήχθησαν δύο χρόνια αργότερα.
Ο Σαρόν εγκατέλειψε το 2005 το Λικούντ, το κόμμα του οποίου υπήρξε συνιδρυτής αλλά όπου πλέον τον αμφισβητούσαν ανοιχτά, και ίδρυσε το κεντρώο Καντίμα. Σχεδίαζε να προχωρήσει και σε άλλες εκκενώσεις οικισμών, στη Δυτική Όχθη.
ΦΩΤΟ REUTERS
Διαβάστε
Πολύ κρίσιμη η κατάσταση της υγείας του Αριέλ Σαρόν
Όλο και χειρότερα ο Αριέλ Σαρόν