Σύμφωνα με το BBC, o ΜακΓκίνες έπασχε από μια σπάνια καρδιακή νόσο. Πρώην διοικητής του IRA, διετέλεσε επί μια δεκαετία αντιπρόεδρος της κυβέρνησης της Βόρειας Ιρλανδίας. Κάποτε, τον είχαν αποκαλέσει τον Νο1 τρομοκράτη της Βρετανίας. Ήταν το πιο αναγνωρίσιμο πρόσωπο του Σιν Φέιν μετά τον επικεφαλής, Τζέρι Άνταμς.
Ο ΜακΓκίνες παντρεύτηκε την Μπερναντέτ Κάνινγκ το 1972 και απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Πέραν της πολιτικής, του άρεσε το ιρλανδικό ποδόσφαιρο και το ιρλανδικό χόκεϊ, με τα οποία ασχολούνταν ως νέος, το ψάρεμα και το κρίκετ.
Όπως σχολιάζει το BBC, ως ηγέτης του IRA δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ΜακΓκίνες ήταν ένα μισητό πρόσωπο που ενέπνεε τον φόβο. Αλλά ως διαπραγματευτής για την ειρήνη ήταν χαρισματικός και το χάρισμά του το χρησιμοποιούσε για να κερδίσει τουλάχιστον κάποιους από αυτούς που τον έβλεπαν με καχυποψία.
Μαζί με τον Τζέρι Άνταμς υπήρξε ένας από τους βασικούς ρεπουμπλικανούς “αρχιτέκτονες” της κίνησης προς την εξεύρεση πολιτικής λύσης στην κρίση στη Βόρεια Ιρλανδία. Το 2007 έγινε πρώτος αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, δίπλα στις ηγετικές μορφές των Δημοκρατικών Ίαν Πέισλι, Πίτερ Ρόμπινσον και Αρλίν Φόστερ. Σε όλη του τη μετέπειτα σταδιοδρομία, επέμενε πως είχε παραιτηθεί οριστικά από τον IRA το 1974, όταν και έκανε τη μετάβαση στην πολιτική. Στις προεδρικές εκλογές του 2011 απέτυχε να εκλεγεί στο αξίωμα.
Πρόσφατα είχε δηλώσει ότι ελπίζει στο μέλλον να γίνει “ένας πρεσβευτής για την ειρήνη, την ενότητα και τη συμφιλίωση”. “Η συμφιλίωση πάντα πίστευα ότι είναι το επόμενο σημαντικό στάδιο της ειρηνευτικής διαδικασίας”, είχε πει.
«Ο πόλεμός μου έληξε. Η δουλειά μου ως πολιτικού ηγέτη είναι να αποτρέπω αυτόν τον πόλεμο και την υποστηρίζω με πολύ πάθος». Αυτή ήταν μια από τις τελευταίες δηλώσεις του Μάρτιν ΜακΓκίνες.
Ο Τζέιμς Μάρτιν Πατσέλι Μακ Γκίνες γεννήθηκε το 1950 σε μια μεγάλη οικογένεια (το τρίτο όνομά του δόθηκε προς τιμήν του πάπα Πίου του XII) στο Λόντοντέρι της Βόρειας Ιρλανδίας. Εντάχθηκε στο Σιν Φέιν το 1970. Διετέλεσε εκ των αρχηγών του IRA κατά τη διάρκεια της αιματηρής εκστρατείας του κατά της βρετανικής κυριαρχίας στην επαρχία, που στοίχισε τη ζωή σε 3.500 ανθρώπους μέσα σε τρεις δεκαετίες.
Σε ηλικία 21 ετών ήταν ο Νο2 του IRA στο Ντέρι και έτσι έζησε τη Bloody Sunday, την 30η Ιανουαρίου 1972 όταν μια πορεία διαμαρτυρίας για τα ανθρώπινα δικαιώματα στη Βόρεια Ιρλανδία εξελίχθηκε με μακελειό. 26 άνθρωποι πυροβολήθηκαν εν ψυχρώ από τα μέλη του 1ου Τάγματος του Βρετανικού Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών. 13 άνθρωποι, ανάμεσά τους έξι ανήλικοι, πέθαναν ακαριαία και ο 14ος υπέκυψε μετά από μήνες στα τραύματά του. Όλοι τους ήταν άοπλοι και πολλοί δέχτηκαν πυρά πισώπλατα.
Συνέχισε να παίζει αποφασιστικό ρόλο στην οργάνωση για το επόμενο διάστημα, όταν ο IRA πραγματοποίησε αρκετές βομβιστικές επιθέσεις εντός κι εκτός Ιρλανδίας. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της συμμετοχής του στην οργάνωση, είχε μεταφερθεί μυστικά στην Αγγλία για να συνομιλήσει με τη βρετανική κυβέρνηση και τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες σε μια προσπάθεια συμφιλίωσης.
Ένα χρόνο μετά, το 1973, ο ΜακΓκίνες συνελήφθη κοντά σε αυτοκίνητο μέσα στο οποίο βρέθηκαν όπλα και εκρηκτικά. Καταδικάστηκε σε εξάμηνη φυλάκιση από το ειδικό ποινικό δικαστήριο της Ιρλανδίας. Στη δίκη του δήλωσε υπερήφανα ότι είναι μέλος του IRA: “Εχουμε πολεμήσει κατά της δολοφονίας των ανθρώπων μας. Είμαι μέλος του Oglaigh na hEireann (του IRA) και πολύ, πολύ υπερήφανος γι’ αυτό”.
Ανάμεσα στις γνωστότερες επιθέσεις του IRA που έφεραν και την υπογραφή του ήταν η απόπειρα δολοφονίας της πρωθυπουργού Μάργκαρετ Θάτσερ στο Grand Hotel στο Μπράιτον το 1984. Η Θάτσερ ήθελε να πατάξει τον IRA από αυτό που η ίδια αποκαλούσε “οξυγόνο της δημοσιότητας” και εξοργίστηκε από το ντοκιμαντέρ που πρόβαλε το BBC το 1985 με τίτλο Αληθινές Ζωές, στο οποίο εμφανιζόταν ο ΜακΓκίνες υπερήφανος για τη φήμη του. Στο ντοκιμαντέρ ο ΜακΓκίνες εμφανιζόταν να οδηγεί ένα αυτοκίνητο στο Μπόγκσαϊντ και να λέει ότι οι πληροφορίες πως είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων του IRA είναι αναληθείς “αλλά τις θεωρώ κολακευτικές”.
Ιστορική έμεινε η χειραψία του με τη Βασίλισσα Ελισάβετ, όταν η μονάρχης επισκέφτηκε τη Βόρεια Ιρλανδία, σχεδόν 30 χρόνια αφού ο IRA είχε δολοφονήσει τον ξάδερφό της, λόρδο Μάουντμπαντεν το 1979. Μετά τη συνάντηση, ο ΜακΓκίνες είχε δηλώσει πως είχε μετανιώσει για κάθε ζωή που είχε χαθεί κατά τη διάρκεια της δράσης του IRA. Ποτέ, όμως, δεν έπαψε να αναγνωρίζει το παρελθόν του ως μέρος του IRA.
Δεν ήταν η μοναδική τους χειραψία. Υπήρξαν κι άλλες, μια από τις οποίες στο κάστρο του Γουίνδσορ. Και εκεί, ύψωσε το ποτήρι του και ήπιε στην υγειά της Βασίλισσας που για χρόνια πολεμούσε.
Με το πέρασμα των χρόνων, ο ΜακΓκίνες υποστήριξε πως είχε πειστεί ότι ο IRA δεν μπορούσε να νικήσει τον Βρετανικό στρατό και άρχισε την προσπάθεια να πείσει τους Βορειοϊρλανδούς πως η αλλαγή θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσα από την πολιτική. Έγινε ο κύριος διαπραγματευτής του Σιν Φέιν κατά τη διάρκεια των συνομιλιών που οδηγήσαν στη συμφωνία της “Μεγάλης Παρασκευής” (Good Friday Agreement), η οποία τερμάτισε τα χρόνια της βίας και οδήγησε στον αφοπλισμό του IRA.
Σημαντική προσωπικότητα στη διάρκεια των πέντε δεκαετιών συγκρούσεων και περιόδων ειρήνης στη Βόρεια Ιρλανδία, ο ΜακΓκίνες είχε ανακοινώσει στις 19 Ιανουαρίου ότι αποσύρεται από την πολιτική και ότι δεν θα ηγείτο του εθνικιστικού του κόμματος στις εκλογές του Μαρτίου.
Όπως είχε πει τότε ο λόγος ήταν ένα πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε και η πολιτική κρίση που είχε προκληθεί από την παραίτησή του (από την θέση του αντιπροέδρου) νωρίτερα τον Ιανουάριο, τον οδήγησαν στην απόφαση αυτή αρκετούς μήνες νωρίτερα απ΄ ό,τι αρχικά είχε σχεδιάσει.
«Ο Μακ Γκίνες σε όλη τη διάρκεια της ζωής του επέδειξε μεγάλη αποφασιστικότητα, αξιοπρέπεια και ταπεινότητα χαρακτηριστικά που παρέμειναν αναλλοίωτα και όσο ήταν άρρωστος», δήλωσε ο πρόεδρος του Σιν Φέιν, Τζέρι Άνταμς.
«Ήταν ένας παθιασμένος ρεπουμπλικάνος που εργάστηκε αδιάκοπα για την ειρήνη, τη συμφιλίωση και την επανένωση της χώρας του. Αλλά πάνω από όλα αγαπούσε την οικογένειά του και τον λαό του Ντέρι και ήταν εξαιρετικά υπερήφανος και για τα δύο», πρόσθεσε ο Άνταμς.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ – ΜΠΕ και Daily Mail
Φωτογραφίες: Reuters, ΑΠΕ – ΜΠΕ