Λίγες μόνο ώρες μετά την εισβολή στην Ουκρανία, οι στρατιώτες της Ρωσίας κατάφεραν να καταλάβουν τον πυρηνικό σταθμός του Τσέρνομπιλ. Γεγονός που σήμανε τον «κώδωνα του κινδύνου» σε όλη την Δύση, καθώς πολλοί προβληματίστηκαν για το τι θα μπορούσε να είχε συμβεί αν βομβαρδιζόταν η περιοχή.
Στο εργοστάσιο του Τσέρνομπιλ λειτουργούν τέσσερις πυρηνικοί αντιδραστήρες, με τους τρεις να έχουν τεθεί εκτός λειτουργίας. Ο τέταρτος ήταν η πηγή της ιστορικής έκρηξης το 1986 και σήμερα προστατεύεται από μια ατσάλινη «σαρκοφάγο» από σκυρόδεμα και ένα νέο εξωτερικό κέλυφος 32.000 τόνων. Επίσης, τα αναλωμένα πυρηνικά καύσιμα από τους άλλους αντιδραστήρες εξακολουθούν να αποθηκεύονται στον χώρο, μαζί με ραδιενεργά απόβλητα από μολυσμένο εξοπλισμό.
Παρά τα μέτρα που έχουν ληφθεί για τον τέταρτο αντιδραστήρα, ολόκληρη η περιοχή του Τσέρνομπιλ είναι μολυσμένη από ραδιενέργεια. Στην πραγματικότητα, δεκάδες ραδιενεργά στοιχεία εκτοξεύτηκαν στον αέρα κατά τη διάρκεια της τήξης, με μερικά από αυτά να θεωρούνται τα πιο επικίνδυνα, συμπεριλαμβανομένων των ισοτόπων ιωδίου 131, στροντίου 90, καισίου 134 και καισίου 137. Σύμφωνα με τη Διεθνή Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας, τα ισότοπα στροντίου και καισίου έχουν αρκετά μεγάλο χρόνο ημιζωής ώστε να παραμένουν ακόμη στην περιοχή.
Σύμφωνα με το Live Science, ο φόβος ότι, οποιοσδήποτε μελλοντικός βομβαρδισμός θα μπορούσε να εξαπλώσει το ραδιενεργό υλικό πολύ πέρα από τη ζώνη αποκλεισμού του Τσερνομπίλ, ακόμη και σε γειτονικές χώρες έχει εκφραστεί από αρκετά δημόσια πρόσωπα. Ο σύμβουλος και πρώην αναπληρωτής υπουργός στο ουκρανικό υπουργείο Εσωτερικών, Άντον Χερασένκο, έγραψε, το πρωί της Πέμπτης, 24 Φεβρουαρίου, στο Facebook: «Εάν ως αποτέλεσμα των χτυπημάτων του πυροβολικού των κατακτητών καταστραφεί η εγκατάσταση αποθήκευσης πυρηνικών αποβλήτων, η ραδιενεργή σκόνη μπορεί να καλύψει τα εδάφη της Ουκρανίας, της Λευκορωσίας και των χωρών της ΕΕ».
Ωστόσο η πραγματικότητα μπορεί να μην είναι τόσο τρομακτική, σύμφωνα με τον Έντουιν Λάιμαν, διευθυντή ασφάλειας πυρηνικής ενέργειας στην Ένωση Ανησυχούντων Επιστημόνων ( Union of Concerned Scientists). «Ακόμα και αν υπάρξει ένας ακούσιος βομβαρδισμός αυτής της δομής, νομίζω ότι θα χρειαζόταν κάτι περισσότερο από αυτό για να κινητοποιηθεί μια σημαντική ποσότητα ραδιενεργού υλικού», δήλωσε στο Live Science.
«Μου είναι δύσκολο να φανταστώ τέτοιου είδους συνέπειες», πρόσθεσε.
Ποια είναι η μεγαλύτερη απειλή
Τα αναλωμένα καύσιμα, ή τα ραδιενεργά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για την τροφοδοσία του σταθμού παραγωγής ενέργειας, συνεχίζουν να διασπώνται σε πιο σταθερά στοιχεία και, με τον τρόπο αυτό, συνεχίζουν να απελευθερώνουν θερμότητα, σύμφωνα με τον επιστήμονα.
«Η πιο σοβαρή ανησυχία είναι η υγρή αποθήκευση των αναλωμένων πυρηνικών καυσίμων, επειδή αυτή είναι πιθανώς η πιο συγκεντρωμένη ποσότητα ραδιενεργού υλικού στο χώρο του εργοστασίου», εξήγησε ο επιστήμονας.
«Γενικά, τα αναλωμένα πυρηνικά καύσιμα εξακολουθούν να έχουν θερμότητα αποσύνθεσης. Έτσι, αν τα καύσιμα είναι αποθηκευμένα σε δεξαμενές, θα πρέπει να υπάρχει κάποιος τρόπος απομάκρυνσης αυτής της θερμότητας», πρόσθεσε
Αυτό το καύσιμο ψύχεται εδώ και τουλάχιστον δύο δεκαετίες για αυτό και η θερμότητα αποσύνθεσης δεν είναι τόσο σημαντική, είπε ο Λάιμαν.
«Αλλά και πάλι, αν υπάρξει διακοπή της ψύξης ή παραβίαση της δεξαμενής που οδηγήσει σε αποστράγγιση του νερού, τότε αυτό το καύσιμο μπορεί ενδεχομένως να θερμανθεί και να καεί. Αυτή είναι ίσως η μεγαλύτερη απειλή», πρόσθεσε.
Η καύση αυτή θα μπορούσε να διαρκέσει ημέρες ή και εβδομάδες.
Τι συμβαίνει με τα επίπεδα ραδιενέργειας στην περιοχή
Όπως αναφέρει το Live Science, μια πιο πρόσφατη ανησυχία αφορά την αύξηση των επιπέδων ραδιενέργειας γύρω από τις εγκαταστάσεις, η οποία πιθανότατα προέρχεται από τη ραδιενεργή σκόνη που εκτοξεύεται από τα στρατιωτικά οχήματα. Όμως ο τύπος της σκόνης και οι δόσεις ακτινοβολίας που μετρούνται, υποδηλώνουν ότι ούτε αυτό μπορεί να αποτελεί μεγάλη απειλή, σύμφωνα με τον Λάιμαν.
«Επομένως, πρόκειται πιθανώς για βαρύτερα σωματίδια χώματος που δεν διασκορπίζονται πολύ μακριά». Το πιο πιθανό, πρόσθεσε, είναι να προκαλέσει προσωρινή αύξηση των επιπέδων ακτινοβολίας και τα δεδομένα θα δείξουν αν αυτό ισχύει.
Αλλά ακόμη και μια τέτοια προσωρινή αύξηση μπορεί να μην αποτελέσει κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία, πρόσθεσε.
«Τα ποσοστά ραδιενέργειας που βρίσκουν δεν είναι τόσο πολύ μεγαλύτερα από τα συνήθη σε αυτή την περιοχή, τα οποία, ομολογουμένως, είναι πιθανώς περίπου εκατονταπλάσια από τη δόση ακτινοβολίας υποβάθρου οπουδήποτε αλλού στον κόσμο», εξήγησε ο Λάιμαν.
Παρ’ όλα αυτά, ο Λάιμαν πιστεύει ότι το γεγονός αυτό δείχνει ότι τα σχέδια για την πυρηνική ενέργεια θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το ενδεχόμενο πολέμου.
«Το ενδεχόμενο οι πυρηνικοί σταθμοί παραγωγής ενέργειας να γίνουν στόχοι εν καιρώ πολέμου είναι κάτι που πρέπει πραγματικά να ληφθεί υπόψη, ειδικά όταν μιλούν για την επέκταση της πυρηνικής ενέργειας σε ασταθή μέρη του κόσμου», προειδοποίησε ο επιστήμονας.
Με πληροφορίες από Live Science