Ο λόγος της απαγόρευσης στο δείπνο στο οποίο παρακάθισαν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και ο ηγέτης της Βόρειας Κορέας Κιμ Γιονγκ Ουν ήταν επειδή δύο από αυτούς έθεσαν ερωτήσεις στον Αμερικανό πρόεδρο κατά τη διάρκεια της πρώτης συζήτησής του με τον Κιμ.
Όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ τα τρία πρακτορεία περιλαμβάνονται στην ομάδα των μμε που καλύπτουν όλα τα ταξίδια των Αμερικανών προέδρων, παντού στον κόσμο και πολύ συχνά κάνουν… φωναχτά τις ερωτήσεις τους.
Έτσι και σήμερα ρώτησαν λίγο… άκομψα τον Ντόναλντ Τραμπ τόσο για την κατάθεση του Μάικλ Κοέν στο Κογκρέσο όσο και για τη σύνοδο κορυφής και αργότερα του απαγορεύθηκε να καλύψουν το δείπνο.
Οι δημοσιογράφοι ήταν παρόντες όταν ο Τραμπ και ο Κιμ συναντήθηκαν για πρώτη φορά στο Ανόι σήμερα και αφού αντάλλαξαν χειραψία… πετάχτηκε ο ανταποκριτής του Reuters, Τζεφ Μέισον και ρώτησε τον Αμερικανό πρόεδρο τι σκοπεύει να πετύχει σε αυτή τη σύνοδο και αν έχει υπαναχωρήσει από την αρχική απαίτησή του για την αποπυρηνικοποίηση της Βόρειας Κορέας. Ο Αμερικανός πρόεδρος απάντησε λακωνικά “όχι” στη δεύτερη ερώτηση, όμως έδωσε μια μεγαλύτερη απάντηση στην πρώτη. Ακολούθησε η ερώτηση από τον δημοσιογράφο του AP ,Τζόναθαν Λιμάιρ, που ρώτησε τον Τραμπ αν θα μπει ένα τέλος στον Πόλεμο της Κορέας και εκείνος του απάντησε: “Θα δούμε”.
Η αναίδεια αυτή των δημοσιογράφων τους οδήγησε εκτός της αίθουσας, στην οποία ξαναμπήκαν για να ακούσουν τους δυο ηγέτες που είχαν ξεκινήσει να μιλάνε. Τότε όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Λιμάιρ έκανε “άσχετη” ερώτηση στον πρόεδρο Τραμπ και συγκεκριμένα αν έχει να δηλώσει κάτι για την κατάθεση Κοέν. Ο κ. Τραμπ ενοχλήθηκε και κούνησε το κεφάλι χωρίς να απαντήσει.
Αφού επέστρεψαν στην αίθουσα Τύπου η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου ανακοίνωσε πως μόνο οι φωτορεπόρτερ θα έμπαιναν στην αίθουσα. Μετά τις διαμαρτυρίες των δημοσιογράφων, η εκπρόσωπος πείστηκε να επιτρέψει και σε άλλους –ρεπόρτερ τηλεοπτικών δικτύων, έναν δημοσιογράφο ραδιοφωνικού σταθμού και έναν μιας εφημερίδας– να μπουν μέσα. Οι δημοσιογράφοι των πρακτορείων –οι δύο που έθεσαν τις ερωτήσεις– ένας ακόμη και ένας ρεπόρτερ εφημερίδας δεν έγιναν δεκτοί.
Στη γραπτή απάντησή της η Σάντερς ανέφερε ότι “λόγω της ευαίσθητης φύσης των συναντήσεων” η ομάδα των δημοσιογράφων περιορίστηκε. “Εργαζόμαστε πάντα για να διασφαλίσουμε ότι τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης έχουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη πρόσβαση”, κατέληξε η ανακοίνωσή της.
Σύμφωνα με το ΑΠΕς-ΜΠΕ το Reuters και το Associated Press εξέφρασαν ανησυχίες για την προσπάθεια του Λευκού Οίκου να περιορίσει την πρόσβαση στον πρόεδρο. “Πιστεύουμε ότι είναι ουσιώδους σημασίας να παρέχει η κυβέρνηση πρόσβαση –και τη δυνατότητα να θέτουμε ερωτήσεις– σε αξιωματούχους και να τους θέτουμε ενώπιον των ευθυνών τους”, τονίζεται στην ανακοίνωση που εξέδωσε το Reuters