Η Μόσχα, εξαντλώντας την υπομονή της, αποφάσισε να δώσει την δική της απάντηση στις νέες αμερικανικές κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας τις οποίες θεσμοθέτησε με την ψήφιση του σχετικού νομοσχεδίου το αμερικανικό Κογκρέσο.
Έτσι ζήτησε από την Ουάσινγκτον να μειώσει, από την 1η Σεπτεμβρίου, σε 455 τον αριθμό των μελών του προσωπικού της πρεσβείας και των προξενείων της στη Ρωσία, ενώ από την 1η Αυγούστου αναστέλλει τη χρήση από την αμερικανική πρεσβεία στην Μόσχα μιας εξοχικής κατοικίας που διαθέτει στην περιφέρεια της ρωσικής πρωτεύουσας, όπως και των αποθηκών που βρίσκονται στην βιομηχανική ζώνη της πόλης.
Το ερώτημα ωστόσο που τίθεται είναι τι θα επακολουθήσει μετά την απάντηση αυτή της Μόσχας; Θα υπάρξει κάποια ανάλογη απάντηση από την Ουάσιγκτον; Μέχρι στιγμής κανείς δεν γνωρίζει τι θα επακολουθήσει και κανείς δεν μπορεί στην παρούσα φάση να πει αν θα υπάρξει κάποια ανάλογη αντίδραση από μέρους της Ουάσιγκτον και ποια τροπή θα πάρουν οι εξελίξεις.
Προς το παρόν υπήρξε η διπλωματική αντίδραση του αμερικανού πρεσβευτή στην Μόσχα Τζον Τεφτ, ο οποίος εξέφρασε «τη βαθειά του απογοήτευση και την κατηγορηματική του αντίθεση» για τα μέτρα που έλαβε η Μόσχα.
Ωστόσο, το ενδεχόμενο να υπάρξει κάποια ανάλογη αντίδραση από την Ουάσιγκτον, είναι υπαρκτό, γεγονός που δεν αποκλείει και το Κρεμλίνο, αφού στην ανακοίνωση που εξέδωσε το ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών, αναφέρεται ρητά ότι σε περίπτωση που υπάρχουν κάποια μέτρα θα υπάρξουν ανάλογα αντίμετρα. Συνεπώς, δεν μπορεί κανείς να λέει ότι μετά το απαντητικό «πλήγμα» της Μόσχας δεν θα επακολουθήσει κάποιο άλλο «πλήγμα» από την Ουάσιγκτον. Ούτε επίσης να αποκλείσει ότι δεν θα επακολουθήσουν και άλλα «πλήγματα» από μέρους της Μόσχας.
Η πιθανότητες να υπάρξει ακολουθία «πληγμάτων» και όχι μόνο στον διπλωματικό τομέα, είναι υπαρκτές, καθώς πολλοί ρώσοι αναλυτές θεωρούν ότι η απάντηση αυτή που έδωσε η Μόσχα με τον περιορισμό των αμερικανών διπλωματών, ήταν μια απάντηση στην απόφαση που είχε λάβει ο Ομπάμα να απελάσει τον Δεκέμβριο του 2016, 35 Ρώσους διπλωμάτες και να κατασχέσει δύο οικήματα (εξοχικές κατοικίες) που ανήκουν στην ρωσική διπλωματική αντιπροσωπεία στις ΗΠΑ, και όχι μια απάντηση στις κυρώσεις του νομοσχεδίου που ενέκρινε το αμερικανικό Κογκρέσο.
Για παράδειγμα ο Κονσταντίν Σίμονοφ, γενικός διευθυντής του Ιδρύματος Εθνικής Ενεργειακής Ασφάλειας, δήλωσε σήμερα στον έγκυρο ραδιοφωνικό σταθμό της οικονομικής ιστοσελίδας bfm.ru ότι «φυσικά και το ζήτημα δεν θα σταματήσει εδώ. Αυτή τη στιγμή η σοφοί θα κάθονται και θα σκέφτονται: Πως θα δώσουμε μια άμεση απάντηση στο νομοσχέδιο; Υπάρχουν μερικά ευαίσθητα θέματα, στα οποία θα μπορούσαμε να προκαλέσουμε ζημιά (στους Αμερικανούς-σ.σ.).
Το πιο απλό είναι αυτό που αφορά την συνεργασία με την Boeing στον τομέα του τιτανίου, όπου θα ήταν εξαιρετικά προβληματικό να βρούμε άλλο συνεργάτη». (Το εργοστάσιο τιτανίου που λειτουργεί με την Boeing βρίσκεται στα Ουράλια-σ.σ.). Ο Σίμονοφ δεν αποκλείει και τα μέτρα στον τομέα της διαστημικής συνεργασίας (οι αμερικανοί προμηθεύονται πυραύλους για τις εκτοξεύσεις των δικών τους διαστημικών αποστολών), αλλά και μια σειρά άλλους τομείς. Ωστόσο ο ίδιος επισημαίνει ότι αν προχωρήσουμε σε κάτι τέτοιο «αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να διαγράψουμε από τις σκέψη μας τις οποιεσδήποτε αυταπάτες που έχουμε ότι μπορούμε να επανακινήσουμε κάπως τις σχέσεις μας και ότι ακολουθούμε αντίθετους δρόμους».
Αναφερόμενος στην λογική αυτή της «ανταλλαγή πληγμάτων» ο διακεκριμένος ρώσος αναλυτής Φιοντόρ Λουκιάνοφ, που είναι πρόεδρος του Συμβουλίου Εξωτερικής και Αμυντικής Πολιτικής και διευθυντής του περιοδικού «Η Ρωσία στην παγκόσμια πολιτική», εκτιμά ότι «τη στιγμή που το Κογκρέσο στην ουσία έχει ψηφίσει το νομοσχέδιο και ο πρόεδρος είναι έτοιμος να υπογράψει το πακέτο με τις κυρώσεις, δεν μπορούμε να ελπίζουμε γενικά σε μια βελτίωση, για αυτό δεν υπάρχει τίποτα το καλό στην ανταλλαγή των πληγμάτων».
Επισημαίνει δε ότι «το κυριότερο είναι ότι η λογική αυτή των πληγμάτων συνίσταται στο ότι κάθε επόμενο πλήγμα πρέπει να είναι οδυνηρό και αυτό είναι πολύ επικίνδυνο». Ο Λουκιάνοφ, όμως, παρότι βλέπει δυσοίωνη την προοπτική των ρωσο-αμερικανικών σχέσεων και όπως λέει τα προσεχή χρόνια «δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα το θετικό», θεωρεί ότι η ανοχή που έδειξε η ρωσική ηγεσία, δεν απέφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα.
«Η κλιμάκωση, ενδεχομένως να συνεχίσθηκε για κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά βλέπουμε και πάλι, με βάση το ότι σιωπήσαμε τον περασμένο Δεκέμβριο, ότι το αποτέλεσμα είναι χειρότερο απ’ ότι θα ήταν αν τότε δίναμε άμεσα την δική μας απάντηση». Για αυτό και διερωτάται «Για ποιο λόγο πρέπει να σιωπούμε; Υπάρχουν κάποιοι κανόνες, τυπικοί και μη τυπικοί στον τομέα της διπλωματίας, τους οποίους πρέπει να τηρούμε, καθώς οι απόπειρες να τους παρακάμψουμε δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα».
Το Κρεμλίνο, με την απάντηση που έδωσε στην Ουάσιγκτον στο ζήτημα των κυρώσεων, φαίνεται πως συνειδητοποίησε πλήρως, ότι η ανοχή που έδειξε απέναντι της, όχι μόνο δεν επέφερε κανένα απολύτως θετικό αποτέλεσμα, αλλά οδήγησε στην επιδείνωση των μεταξύ τους σχέσεων. Η δήλωση που έκανε ο Ρώσος αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Ριαμπκόφ, τον οποίο επικαλείται η γνωστή ιστοσελίδα gazeta.ru, ότι «η Ρωσία δεν θα υποταχθεί ποτέ στις αμερικανικές μεθόδους επιβολής κυρώσεων, που χρησιμοποιεί η Ουάσιγκτον» απηχεί και τις τελευταίες διαθέσεις του Κρεμλίνου.
Η Ρωσία “παραμένει έτοιμη” να συνεργαστεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες, υπό τον όρο του “αμοιβαίου σεβασμού”, διαβεβαίωσε παράλληλα ο επικεφαλής της ρωσικής διπλωματίας σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Ρεξ Τίλερσον.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση που εξέδωσε το υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας, ο Σεργκέι Λαβρόφ επιβεβαίωσε στον Τίλερσον ότι η Μόσχα είναι έτοιμη “για την εξομάλυνση των διμερών σχέσεων με τις ΗΠΑ” αλλά και για να προχωρήσει η μεταξύ τους συνεργασία σε “σημαντικά θέματα” διεθνούς ενδιαφέροντος. Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι δυνατόν παρά μόνο αν βασίζεται “στην ισότητα και τον αμοιβαίο σεβασμό”.
Ο Ρώσος υπουργός είπε επίσης στον επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ότι η απόφαση της Μόσχας να μειώσει τον αριθμό των Αμερικανών διπλωματών στη Ρωσία υπαγορεύτηκε από “έναν αριθμό εχθρικών ενεργειών της Ουάσινγκτον”.
Η ανακοίνωση του υπουργείου καταλήγει ότι οι δύο υπουργοί “συμφώνησαν να παραμείνουν σε επαφή” για διάφορα διμερή θέματα…
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ
Φωτογραφίες: Reuters