Σήμερα, 31.08.2024, συμπληρώνονται 27 χρόνια από το θάνατο της πριγκίπισσας Νταϊάνα σε ένα πολυσυζητημένο αυτοκινητιστικό δυστύχημα στο Παρίσι.
Από εκείνη η μοιραία νύχτα στο Παρίσι μέχρι και σήμερα, έχουν γραφτεί πολλά για τον θάνατο της πριγκίπισσας Νταϊάνα, ενώ κατά καιρούς τα αίτια του δυστυχήματος έρχονται στην πρώτη γραμμή των συζητήσεων με τις θεωρίες συνωμοσίας να αναζωπυρώνονται σε κάθε ευκαιρία.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η «Πριγκίπισσα του Λαού», όπως την αποκάλεσε ο τότε πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Τόνι Μπλερ στο συλλυπητήριο μήνυμά του, κατάφερε να αγαπηθεί όσο καμία όσο βρισκόταν στη ζωή – και να μισηθεί, από κάποιους λίγους, αλλά εξίσου παθιασμένα.
Αν και έπαψε τόσο νέα, μόλις στα 36 της χρόνια, να ζει ανάμεσά μας το αποτύπωμά της παραμένει ζωντανό μέχρι και σήμερα.
Ο ξαφνικός θάνατός συγκλόνισε τον πλανήτη και προκάλεσε βαρύ πένθος τόσο στην Αγγλία όσο και σε όλο τον κόσμο. Λες και όλοι είχαν χάσει τον πιο δικό τους άνθρωπο…
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Μια μέρα σαν σήμερα λοιπόν, στις 31 Αυγούστου του 1997, στις 6 το πρωί, το πανεπιστημιακό νοσοκομείο Πιτιέ-Σαλπετριέρ, στο 13ο διαμέρισμα του Παρισιού, μετέφερε στον πλανήτη την είδηση του θανάτου της λαίδης Νταϊάνα Σπένσερ.
Παρά τις επίμονες και πολύωρες προσπάθειες ανάνηψης από το ιατρικό προσωπικό, η 36χρονη, τότε, πριγκίπισσα της Ουαλίας υπέκυψε στα τραύματά της από το αυτοκινητικό δυστύχημα που είχε σημειωθεί λίγο μετά τα μεσάνυχτα στην υπόγεια γέφυρα Pont de l’Alma του Παρισιού.
Η πορεία προς το θάνατο
Η Νταϊάνα είχε χωρίσει από τον Κάρολο και πλέον χαμογελούσε ξανά στο πλευρό του περιζήτητου εργένη Ντόντι Αλ Φαγιέτ.
Είχε προηγηθεί και η διασημότερη ατάκα της συνέντευξής της «σε αυτόν το γάμο, ήμασταν τρεις» στον Βρετανό δημοσιογράφο Μάρτιν Μπασίρ που μεταδόθηκε από το BBC «καρφώνοντας» τη μετέπειτα σύζυγο του Καρόλου, Καμίλα.
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 31ης Αυγούστου του 1997, η πιο αγαπητή «γαλαζοαίματη» στον κόσμο αλλά και «μαύρο πρόβατο» για το Μπάκιγχαμ φεύγει από το ξενοδοχείο Ritz του Παρισιού, ιδιοκτησίας του Μοχάμεντ Αλ Φαγέτ, με κατεύθυνση το διαμέρισμα του τελευταίου συντρόφου της Ντόντι Αλ Φαγιέτ στη γαλλική πρωτεύουσα.
Το ζευγάρι βρισκόταν ήδη δέκα ημέρες στη Γαλλία για διακοπές και κατέληξαν στο Παρίσι όπου από την πρώτη στιγμή οι παπαράτσι δεν τους άφηναν σε ησυχία.
Το βράδυ της 30ης Αυγούστου 1997, το ζευγάρι είχε δειπνήσει σε μία ιδιωτική αίθουσα του ξενοδοχείου Ritz όπου παρόντες ήταν μόνο οι σωματοφύλακες τους.
Στις 23:30, η Νταιάνα, ο Ντόντι Αλ Φαγιέτ, ο Γάλλος σοφέρ Ανρί Πολ και ένας από τους σωματοφύλακες της πριγκίπισσας ο Τρέβορ Ρις-Τζόουνς, βγήκαν από την πίσω πόρτα του ξενοδοχείου για να πάνε στο διαμέρισμα του Αλ Φαγιέτ στο Παρίσι.
Θέλησαν να το «σκάσουν» για να αποφύγουν τους πάνω από 30 φωτογράφους που περίμεναν μπροστά από το ξενοδοχείο επί της οδού 15 Place Vendôme και επιβιβάστηκαν σε μία μαύρη Μερσεντές που οδηγούσε ο Γάλλος επαγγελματίας σοφέρ Ανρί Πολ.
Καθώς έφυγαν από το ξενοδοχείο οι παπαράτσι τους αντιλήφθηκαν, παρά τα μέτρα προστασίας που είχαν ληφθεί, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης ενός οχήματος «αντιπερισπασμού», το οποίο έφυγε από την είσοδο του ξενοδοχείου.
Κάμερες ασφαλείας του ασανσέρ κατέγραψαν τις τελευταίες στιγμές τους, λίγο πριν να επιβιβαστούν στη μαύρη Mercedes-Benz S28, με την οποία έμελλε να κάνουν τη μοιραία διαδρομή.
Οι παπαράτσι άρχισαν να ακολουθούν το ζευγάρι πάνω σε μηχανές μεγάλου κυβισμού.
Το πολυτελές αυτοκίνητο ξεκίνησε την πορεία του και μία πραγματική καταδίωξη διαδραματίστηκε στους δρόμους του Παρισιού, με το αυτοκίνητο να τρέχει με μεγάλη ταχύτητα στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από τους φωτογράφους.
Λίγη ώρα αργότερα η λιμουζίνα Mercedes S-280, περικυκλωμένη από κάμερες και δημοσιογράφους να αναβοσβήνουν τα φλας τους, αναπτύσσει ακόμα μεγαλύτερη ταχύτητα και μπαίνει στο τούνελ της Ποντ ντ’ Αλμά απ’ όπου δεν βγήκε ποτέ.
Λίγα δευτερόλεπτα μόλις μετά την είσοδό τους στό τούνελ, ακούστηκε ένας εκκωφαντικός ήχος, καθώς ο οδηγός έχασε τον έλεγχο και το αυτοκίνητο προσέκρουσε με δύναμη στην 13η τσιμεντένια κολώνα στήριξης της οροφής.
Από την σφοδρή σύγκρουση σκοτώθηκαν ακαριαία ο οδηγός Ανρί Πολ, αλλά και ο σύντροφος της Νταϊάνας Ντόντι Αλ Φαγιέτ. Η Νταϊάνα τραυματίζεται σοβαρά αλλά διατηρεί για λίγη ώρα τις αισθήσεις της, μουρμουρίζοντας διαρκώς στους αστυνομικούς που σπεύδουν στο σημείο: «Θεέ μου. Αφήστε με ήσυχη».
Αυτές ήταν σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία οι τελευταίες της λέξεις πριν μεταφερθεί στο νοσοκομείο Pitié-Salpêtrière της γαλλικής πρωτεύουσας όπου, παρά τις επίμονες προσπάθειες των γιατρών για να την κρατήσουν στη ζωή, πέθανε στις 4 τα ξημερώματα μόλις στα 36 της χρόνια.
Ο σωματοφύλακας Τρέβορ Ρις-Τζόουνς ήταν ο μοναδικός επιζών από το τραγικό δυστύχημα στο τούνελ του Παρισιού και ο μόνος που λέγεται ότι φορούσε ζώνη.
Η «σιωπή» της βασίλισσας Ελισάβετ που έφερε κατακραυγή
Η είδηση του θανάτου της διαδόθηκε γρήγορα, σοκάροντας ολόκληρο τον κόσμο. Το πρωί της 31ης Αυγούστου του 1997, το πρόγραμμα σε όλα τα κανάλια του πλανήτη δεν ακολουθούσε την κανονική του ροή, παντού έπαιζε ο άδικος χαμός της γυναίκας που είχε καταφέρει να γίνει βασίλισσα στις καρδιές των ανθρώπων.
Το παλάτι ενημερώθηκε για το τραγικό δυστύχημα της Πριγκίπισσας Νταϊάνα, ωστόσο, η στάση δεν ήταν η αναμενόμενη.
Η βασίλισσα Ελισάβετ, μαζί με τους δύο γιους της Νταϊάνα, Γουίλιαμ και Χάρι, εκείνες της μέρες βρισκόταν στο κάστρο του Μπαλμόραλ, ιδιωτική κατοικία της βασιλικής οικογένειας στην Σκωτία. Μαθαίνοντας τα τραγικά νέα, η Ελισάβετ δεν έσπευσε να επιστρέψει στο Λονδίνο, παρά προτίμησε να μείνει στη Σκωτία τις επόμενες μέρες.
Σε μία προσπάθεια να εξασφαλιστεί η ιδιωτικότητα των δύο παιδιών της Νταϊάνα, Γουίλιαμ και Χάρι, το Μπάκινγχαμ αποφάσισε να μην προβεί σε καμία επίσημη δήλωση.
Ο λαός που είχε λατρέψει την Νταϊάνα δεν είδε με καθόλου καλό μάτι την… σιωπή της Ελισάβετ. Ούτε κατανόησε τις όποιες προθέσεις της, ακόμα κι αν ήταν καλοπροαίρετες αφού όπως μαθεύτηκε αργότερα, η Ελισάβετ ήθελε να προστατεύσει τα δύο της εγγόνια μετά την τραυματική απώλεια της μητέρας τους.
Η… σιωπή της Βασίλισσας δεν ήταν το μοναδικό στοιχείο που οδήγησε σε έντονη κριτική εναντίον της. Το παλάτι αρνήθηκε στην αρχή να υψώσει μεσίστια σημαία για την απώλεια της πριγκίπισσας κι αυτό δεν άρεσε καθόλου στον βρετανικό λαό.
Το γεγονός ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στη Μεγάλη Βρετανία, σε ένα βαθιά θλιμμένο έθνος που συμπεριφέρθηκε τις επόμενες ημέρες σαν να είχε μόλις χάσει έναν γονιό, έναν συγγενή, έναν φίλο.
Μεσολάβησαν διάφοροι προβληματισμοί και κολλήματα λόγω του πρωτοκόλλου και χρειάστηκαν τελικά 5 ολόκληρες ημέρες, για να συμφωνήσουν στο παλάτι να υψωθεί η μεσίστια σημαία και να γλιτώσουν την κατακραυγή.
Μετά από συμβουλή του πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ, στο πρόσωπο του οποίου η Ελισάβετ έτρεφε ιδιαίτερο σεβασμό, αποφάσισε να βγάλει επίσημο διάγγελμα λίγες ημέρες μετά, λέγοντας ότι «ο καθένας προσπαθεί να διαχειριστεί αυτή την τραγική απώλεια με τον δικό του τρόπο».
Ο θάνατός της πριγκίπισσας του λαού προκάλεσε ένα πρωτοφανές ξέσπασμα δημόσιας θλίψης στο Ηνωμένο Βασίλειο αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Μην μπορώντας να κάνει αλλιώς, η βασιλική οικογένεια αποφάσισε να τιμήσει την Νταϊάνα με μια βασιλική κηδεία.
Η κηδεία της έγινε στο Λονδίνο, πέντε ημέρες μετά το θάνατό της. Εκατομμύρια άνθρωποι ακολούθησαν την στη διαδρομή από το σπίτι της στο Λονδίνο στο παλάτι του Κένσινγκτον μέχρι το Αβαείο του Γουέστμινστερ, όπου έγινε η κηδεία.
Την κηδεία παρακολούθησαν τηλεοπτικά περίπου 2,5 δισεκατομμύρια άνθρωποι.
Η εικόνα του Γουίλιαμ και Χάρι, που τότε ήταν 15 και 12 ετών, αντίστοιχα, να ακολουθούν πεζή το φέρετρό της, διασχίζοντας το κεντρικό Λονδίνο – καθόρισε τη ζωή τους.
Μια από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές, ήταν όταν η Βασίλισσα Ελισάβετ υποκλίθηκε στο φέρετρο της Νταϊάνα.
Η κίνηση αυτή «έσπασε» το πρωτόκολλο, αφού δεν το είχε κάνει ποτέ πριν, αλλά ούτε και μετά στη θητεία της ως βασίλισσα.
Ήταν αυτή ακριβώς η υπόκλιση που κατεύνασε την οργή του πλήθους κατά της βασιλικής οικογένειας και έσωσε τη δημοφιλία της Ελισάβετ.
Η Νταϊάνα είναι θαμμένη σε ένα μικρό νησί που περιβάλλεται από μια λίμνη στο Althorp, το προγονικό κτήμα της οικογένειάς της στο Northamptonshire της Αγγλίας.
Οι θεωρίες συνωμοσίας για τον θάνατο της Νταϊάνα
Αρχικά, για το τραγικό περιστατικό κατηγορήθηκε ο Γάλλος σοφέρ τους, Ανρί Πολ, ο οποίος ίσως είχε υπερβεί το όριο ταχύτητας για να αποφύγει τους φωτογράφους.
Μια μεταγενέστερη έρευνα για το δυστύχημα που διεξήχθη από τη βρετανική αστυνομία και δημοσιεύθηκε το 2006, έκρινε ότι ο θάνατος της Νταϊάνα ήταν ένα «τραγικό ατύχημα».
Οι έρευνες ωστόσο έληξαν με το συμπέρασμα ότι Νταϊάνα και Ντόντι ήταν τα θύματα μιας «παράνομης δολοφονίας» από τον οδηγό τους Ανρί Πολ αλλά και από τους παπαράτσι που τους κυνηγούσαν με μανία.
Διαπιστώθηκε ότι ο Ανρί Πολ ήταν μεθυσμένος την ώρα του ατυχήματος και ότι η κατάστασή του μπορεί να επιδεινώθηκε από τα συνταγογραφούμενα αντικαταθλιπτικά που έπαιρνε.
Στο τοξικολογικές εξετάσεις εντοπίστηκαν υψηλά ποσοστά ναρκωτικών και αλκοόλ, με αποτέλεσμα να χάσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου.
Οι ένορκοι έκριναν ότι τόσο ο Γάλλος σοφέρ όσο και οι παπαράτσι που καταδίωκαν την Νταϊάνα και τον Αλ Φαγιέτ ήταν υπεύθυνοι για το δυστύχημα λόγω «βαριάς αμέλειας».
Επιπλέον, έκριναν ότι το ζευγάρι θα μπορούσε να είχε επιβιώσει από το δυστύχημα αν φορούσε τις ζώνες ασφαλείας.
Κανείς δεν κατηγορήθηκε για τους θανάτους της Νταϊάνα και του Αλ Φαγιέτ καθώς από την σύγκρουση δεν επέζησε ούτε ο οδηγός της λιμουζίνας, ο Ανρί Πολ. Αρκετοί παπαράτσι ανακρίθηκαν αμέσως μετά το δυστύχημα, αλλά αφέθηκαν ελεύθεροι.
Φυσικά δεν έλειψαν και οι θεωρίες συνωμοσίας.
Τον Φεβρουάριο του 1998, ο πατέρας του Ντόντι, Μοχάμεντ Αλ Φαγιέτ, ισχυρίστηκε ότι το τροχαίο ήταν αποτέλεσμα συνωμοσίας και αργότερα υποστήριξε ότι αυτό ενορχηστρώθηκε από την MI6 υπό τις οδηγίες της βασιλικής οικογένειας.
Το 1999, μια γαλλική έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Μερσεντές είχε έρθει σε επαφή με ένα άλλο όχημα, ένα λευκό Fiat Uno, στη σήραγγα. Ο οδηγός του Fiat δεν εντοπίστηκε ποτέ οριστικά, ούτε ταυτοποιήθηκε το συγκεκριμένο όχημα.
Η Νταϊάνα υπήρξε η προστάτιδα των φιλανθρωπικών οργανώσεων και δράσεων που σχετίζονται με τους άστεγους, τους νέους, τους ναρκομανείς και τους ηλικιωμένους.
Η πριγκίπισσα απέκτησε ένα έντονο ενδιαφέρον για τις σοβαρές ασθένειες και για τα θέματα που αφορούν στην υγεία έξω από την παραδοσιακή βασιλική εμπλοκή, συμπεριλαμβανομένων του AIDS και της λέπρας.
Μία από τις πλέον εμβληματικές στιγμές της ήταν η περίφημη χειραψία της με ασθενή με AIDS κατά τη διάρκεια επίσκεψής της σε νοσοκομείο του Λονδίνου το 1987.
Σε μια εποχή γεμάτη fake news και παραπληροφόρηση λόγω της άγνοιας για τον ιό HIV, η Νταϊάνα με μία κίνησή της κατάφερε να καταρρίψει έναν από τους πιο διαδεδομένους την περίοδο εκείνη μύθους και να αλλάξει τον τρόπο που ο κόσμος αντιμετώπιζε τους ασθενείς με AIDS.
Η φιλανθρωπία για εκείνη δεν ήταν χόμπι, ούτε ένας τρόπος να περνά τον απλετο ελεύθερο χρόνο της, κάτι που συνηθίζεται στους βασιλικούς κύκλους, αλλά ο τρόπος της να περνάει δυνατά μηνύματα και να αναθεωρεί στερεότυπες αντιλήψεις.
Οι γιοι της Γουίλιαμ και Χάρι έχουν επίσης συνεχίσει το έργο της αείμνηστης μητέρας τους με τη διαμόρφωση των δικών τους φιλανθρωπικών προσπαθειών, οι οποίες περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων πρωτοβουλίες για το HIV/AIDS και τη διατήρηση της άγριας ζωής στην Αφρική.
Η πριγκίπισσα Νταϊάνα μπορεί να πέρασε με τραγικό τρόπο στην αιωνιότητα αλλά 27 χρόνια μετά κανένας δεν επιτρέπει να ξεχαστεί…