Ήταν να μην… πάρει φόρα ο Κιμ Γιονγκ Ουν. Ύστερα από χρόνια απομόνωσης στη Βόρεια Κορέα αποφάσισε να δει μέσα σε μερικούς μήνες όσους ηγέτες δεν είχε συναντήσει τα σχεδόν επτά χρόνια της ηγεσίας του. Επόμενος στη λίστα ο Πούτιν.
Και όχι μόνο “ψήνεται” η συνάντηση με τον πρόεδρο της Ρωσίας. Ο Κιμ Γιονγκ Ουν θα ταξιδέψει έως το Βλαδιβοστόκ για να δει τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Όλα αυτά μερικές εβδομάδες μετά την πολυθρύλητη συνάντησή του με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ.
Το πιθανότερο είναι η συνάντηση ανάμεσα σε Κιμ και Πούτιν να γίνει τον Σεπτέμβριο στη ρωσική Άπω Ανατολή. Αυτό μετέδωσε τη Δευτέρα (04.06.2018) το πρακτορείο ειδήσεων RIA επικαλούμενο διπλωματικές πηγές. Άλλες πιθανές τοποθεσίες και ημερομηνίες αναφορικά με τη συνάντηση βρίσκονται υπό συζήτηση, σύμφωνα με το RIA.
Πριν τον Πούτιν, ο Τραμπ για τον Κιμ Γιονγκ Ουν
Καθώς προετοιμάζει τα… μελλοντικά ταξίδια του, ο Κιμ Γιονγκ Ουν ετοιμάζεται και για το ιστορικό τετ α τετ με τον Ντόναλντ Τραμπ. Το οποίο μετά από… κόπους και βάσανα θα γίνει στις 12 Ιουνίου στη Σιγκαπούρη. Κιμ και Τραμπ αφήνουν πίσω τους τις ύβρεις και τις απειλές.
Σύμφωνα με το ABC News, μια σημαντική συμφωνία μπορεί να βρεθεί στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων. Το θέμα είναι ποιο μπορεί να είναι το πλαίσιο μιας τέτοιας συμφωνίας.
Τόσο οι ΗΠΑ, όσο και η Νότια Κορέα επιδιώκουν την αποπυρηνικοποίηση της Βόρειας Κορέας. Δηλαδή, την πλήρη εγκατάλειψη του πυρηνικού της προγράμματος από την Πιονγιάνγκ.
Η Βόρεια Κορέα από την πλευρά της έχει δηλώσει την πρόθεσή της να εγκαταλείψει τα πυρηνικά της όπλα, αλλά μόνο στην περίπτωση που οι ΗΠΑ αποσύρουν τους 28.500 Αμερικανούς στρατιώτες που σταθμεύουν στο έδαφος της Νότιας Κορέας.
Ο ρόλος του Κογκρέσου
Κατά την ακρόαση από την Επιτροπή Διεθνών Σχέσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάικ Πομπέο εξέφρασε την ελπίδα ότι θα επιτευχθεί συμφωνία στη διάσκεψη της Σιγκαπούρης, αλλά και για την προώθηση της συμφωνίας αυτής στο Κογκρέσο.
Η κυβέρνηση Τραμπ περιμένει ότι μία συμφωνία με την Βόρεια Κορέα θα επικυρωθεί ως συνθήκη στο πλαίσιο που προβλέπεται για επίσημες συμφωνίες μεταξύ δύο κυβερνήσεων ή και διεθνών οργανισμών.
Στις ΗΠΑ, η διαπραγμάτευση των διεθνών συμφωνιών γίνεται από την εκτελεστική εξουσία (κυβέρνηση). Μετά την αποδοχή των όρων μιας συμφωνίας από τους διαπραγματευτές, ο Αμερικανός πρόεδρος προχωρεί στην αποστολή της συμφωνίας αυτής στην Γερουσία, προκειμένου να συζητηθεί κοινοβουλευτικά (advice and consent) και να γίνει αποδεκτή, μέσω μιας απόφασης επικύρωσης ή αποδοχής της.
Ο έλεγχος του… προέδρου
Η αμερικανική κυβέρνηση διαπραγματεύεται το κείμενο μιας συνθήκης, το οποίο, πρέπει να εγκριθεί με πλειοψηφία 2/3 από την Γερουσία, πριν από την επικύρωσή του. Το Σύνταγμα των ΗΠΑ δίνει έναν ρόλο στην Γερουσία, προκειμένου ο πρόεδρος των ΗΠΑ να εξασφαλίσει μία συμβουλευτική δυνατότητα, αλλά και να γίνεται έλεγχος στην άσκηση των προεδρικών εξουσιών του.
Με την κατάθεση του κειμένου της συνθήκης στην Γερουσία από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, αλλά και σχετικού υλικού που την υποστηρίζει, ενεργοποιείται η Επιτροπή Διεθνών Σχέσεων που πρέπει να γνωμοδοτήσει θετικά, αρνητικά ή ακόμη και να μην προχωρήσει σε γνωμοδότηση.
Στην περίπτωση που η γνωμοδότηση είναι θετική, το κείμενο της συνθήκης πηγαίνει προς ψήφιση από την ολομέλεια. Στην περίπτωση που η γνωμοδότηση είναι αρνητική, το κείμενο της συνθήκης δεν επιστρέφεται αυτομάτως στον πρόεδρο των ΗΠΑ, αλλά παραμένει διαθέσιμο στην Γερουσία για την κοινοβουλευτική σύνθεση του επόμενου Κογκρέσου ή η Γερουσία μπορεί να συμφωνήσει για την επιστροφή του στο προεδρικό γραφείο.
Όταν η συνθήκη βρίσκεται στην ολομέλεια, τότε, η Γερουσία έχει την κοινοβουλευτική δυνατότητα να την τροποποιήσει, αλλά και να την απορρίψει.
Η Συνθήκη των Βερσαλλιών
Το 1919 και το 1920 η Γερουσία αρνήθηκε να επικυρώσει την Συνθήκη των Βερσαλλιών που είχε διαπραγματευτεί ο πρόεδρος Γούντροου Γουίλσον. Τότε είχαν εκφραστεί ανησυχίες ότι οι ΗΠΑ θα ήταν νομικά δεσμευμένες να εφαρμόζουν τις αποφάσεις της Κοινωνίας των Εθνών (σ.σ. του σημερινού ΟΗΕ), αντικαθιστώντας τις εξουσίες του Κογκρέσου στην κήρυξη πολέμου.
Πιο πρόσφατα η Γερουσία απέρριψε με ψήφους 61-38 μία συνθήκη του ΟΗΕ (2012) που απαγόρευε τις διακρίσεις κατά ατόμων με ειδικές ανάγκες. Μία ομάδα συντηρητικών μελών της Γερουσίας πίστευε ότι η συνθήκη θα παρέδιδε το δικαίωμα λήψης σχετικών αποφάσεων σε επιτροπή του ΟΗΕ, παρεμβαίνοντας στην αμερικανική νομοθεσία.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ – ΜΠΕ