Το τελικό πόρισμα για την φονική πυρκαγιά στον Πύργο Γκρένφελ του Λονδίνου δόθηκε σήμερα στην δημοσιότητα επτά χρόνια μετά την τραγωδία με 72 νεκρούς.
Το πόρισμα κάνει λόγο για παραλείψεις της κυβέρνησης, της κατασκευαστικής βιομηχανίας και των περισσότερων εταιριών που είχαν εμπλακεί στην επένδυση του εξωτερικού του κτηρίου με εύφλεκτο υλικό.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Εβδομήντα δύο άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους όταν η πυρκαγιά κατέκαψε τους 23 ορόφους του συγκροτήματος κοινωνικών κατοικιών σε μία από τις πιο πλούσιες περιοχές του δυτικού Λονδίνου τις πρώτες ώρες της 14ης Ιουνίου 2017. Ήταν η πιο φονική πυρκαγιά σε κτήριο κατοικιών στη Βρετανία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στην πολυαναμενόμενη τελική έκθεσή της, η έρευνα επιρρίπτει το μεγαλύτερο μέρος των ευθυνών για την καταστροφή στις εταιρίες που είχαν εμπλακεί στη συντήρηση και την εξωτερική επένδυση του πύργου διαμερισμάτων, στις παραλείψεις τοπικών και εθνικών αρχών καθώς και σε εταιρίες που δολίως παρουσίασαν εύφλεκτα υλικά επένδυσης ως ασφαλή.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ασκείται επίσης εκτεταμένη κριτική για χρόνια αδράνειας σχετικά με την πυρασφάλεια κτηριακών συγκροτημάτων μεγάλου ύψους και επιρρίπτονται ευθύνες γι’ αυτό στην κυβέρνηση, στην τοπική αρχή του Κένσινγκτον και του Τσέλσι, στη βιομηχανία, σε ρυθμιστικές αρχές, σε συγκεκριμένα άτομα και σε μια απροετοίμαστη πυροσβεστική υπηρεσία.
«Η πυρκαγιά στον Πύργο Γκρένφελ ήταν η κορύφωση παραλείψεων επί δεκαετίες από την κεντρική κυβέρνηση και άλλα σώματα σε θέσεις ευθύνης στην κατασκευαστική βιομηχανία», αναφέρεται στην έκθεση, η οποία αριθμεί σχεδόν 1.700 σελίδες.
Επί χρόνια μετά την πύρινη κόλαση, επιζώντες και συγγενείς των θανόντων ζητούσαν εκείνοι που ευθύνονταν να οδηγηθούν στη δικαιοσύνη με ποινικές κατηγορίες. Όμως ενώ σύμφωνα με τη βρετανική αστυνομία 58 άτομα και 19 εταιρίες και οργανισμοί τελούν υπό έρευνα, διώξεις –μεταξύ άλλων για ανθρωποκτονία και απάτη– δεν έχουν ακόμη ασκηθεί λόγω της περιπλοκότητας και της ανάγκης να ληφθεί υπόψη η έκθεση της επιτροπής έρευνας.
«Δεν μπορώ να προσποιηθώ ότι φαντάζομαι τον αντίκτυπο μιας τόσο μακράς αστυνομικής έρευνας για τους φίλους και τους συγγενείς των νεκρών και για τους επιζώντες, όμως έχουμε μια ευκαιρία να κάνουμε την έρευνά μας σωστά», δήλωσε ο αναπληρωτής βοηθός επίτροπος Στούαρτ Κάντι.
Το μεγαλύτερο μέρος της προφανούς ευθύνης επιρρίπτεται σε εκείνους που ενεπλάκησαν στην ανακαίνιση του πύργου με την εύφλεκτη επένδυση. Σύμφωνα με την έρευνα, το αρχιτεκτονικό γραφείο Studio E, η κύρια κατασκευάστρια εταιρία Rydon, και η υπεργολαβική για την επένδυση του κτηρίου Harley φέρουν σημαντική ευθύνη για την καταστροφή.
Οι επιθεωρητές πυρασφάλειας Exova φέρουν επίσης ευθύνη για το ότι το κτήριο αφέθηκε «σε επικίνδυνη κατάσταση με την ολοκλήρωση της ανακαίνισης». Το δημοτικό συμβούλιο του Κένσινγκτον και του Τσέλσι και η Tenant Management Organisation (ΤΜΟ), που διαχειρίζονταν το στεγαστικό απόθεμα της τοπικής αρχής, επικρίνονται επίσης.
Επέδειξαν αδιαφορία για τους κανονισμούς πυρασφάλειας επί χρόνια πριν από την πυρκαγιά και η TMO, η δύσκολη σχέση της οποίας με ορισμένους κατοίκους φαίνεται να είχε δημιουργήσει μια «τοξική ατμόσφαιρα», είχε επικεντρωθεί υπερβολικά στη μείωση του κόστους.
Ενώ η τοπική κοινότητα και εθελοντικές ομάδες επαινούνται για την παροχή υποστήριξης, το συμβούλιο επικρίνεται επίσης για την αργή, μπερδεμένη και «εντελώς ακατάλληλη» απόκριση στο συμβάν.
Επικρίσεις διατυπώνονται επίσης για τις εταιρίες που κατασκεύασαν και πούλησαν την επένδυση ή τη μόνωση με αφρό του κτηρίου –οι Celotex, Kingspan, και η Arconic Architectural Products, η γαλλική θυγατρική της αμερικανικής εταιρίας Arconic. Η έρευνα καταλήγει πως υπήρξε «συστηματική ανεντιμότητα» από πλευράς τους.
Στη Βρετανία, σύμφωνα με κυβερνητικά στοιχεία τον Ιούλιο, 3.280 κτήρια ύψους 11 μέτρων ή παραπάνω εξακολουθούν να έχουν μη ασφαλή επένδυση, με τις εργασίες αποκατάστασης να μην έχουν ξεκινήσει ακόμη σε περισσότερα από τα δύο τρίτα από αυτά.