Συγκεκριμένα, το β’ τρίμηνο του τρέχοντος έτους οι επιθέσεις DDoS αυξήθηκαν κατά 131% σε σχέση με το α’ τρίμηνο, κάτι που όπως αναφέρουν οι ειδικοί αποτελεί ρεκόρ.
Εκτός από τη μεγάλη διάρκεια ορισμένων επιθέσεων που έχουν σημειωθεί μέσα στο 2017, σημαντική αλλαγή παρατηρείται και γεωγραφικά, αφού το β’ τρίμηνο επλήγησαν 14 παραπάνω χώρες σε σύγκριση με τις 72 το α’ τρίμηνο. Οι χώρες που δέχτηκαν τα μεγαλύτερα χτυπήματα ήταν οι Κίνα, Νότια Κορέα, ΗΠΑ, Χονγκ Κονγκ, Βρετανία, Ιταλία, Ολλανδία, Καναδάς και Γαλλία.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, στόχοι των επιθέσεων ήταν το αραβικό πρακτορείο ειδήσεων Al Jazeera, οι ιστότοποι των γαλλικών εφημερίδων Le Monde και Figaro καθώς και οι διακομιστές του Skype, του δημοφιλούς προγράμματος βιντεοκλήσεων και ανταλλαγής άμεσων μηνυμάτων.
Επιπλέον, αύξηση έχει καταγραφεί και στις επιθέσεις με λυτρισμικό (ransomware), όπου οι χάκερ καταφέρνουν να μολύνουν έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή με κακόβουλο λογισμικό, κλειδώνοντας τα αρχεία που είναι αποθηκευμένα σε αυτόν και στη συνέχεια ζητούν λύτρα από τους ιδιοκτήτες προκειμένου να επαναφέρουν το σύστημα στην αρχική του λειτουργία.
Σύμφωνα με την έκθεση, το τελευταίο διάστημα οι κυβερνοεγκληματίες βάζουν στο στόχαστρό τους ολοένα και περισσότερους οργανισμούς και πολυεθνικές εταιρίες, ζητώντας λύτρα που μπορεί να φτάνουν έως και τα 200 bitcoin (περίπου 850 ευρώ). Εάν το θύμα αρνηθεί να καταβάλει το ποσό, τότε οι χάκερ απειλούν με μια νέα επίθεση που στόχο θα έχει ένα πιο κρίσιμο και σημαντικό διαδικτυακό πόρο της εταιρείας.
Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί -και όπως αναφέρεται στην έκθεση- ότι το τελευταίο διάστημα έχει παρατηρηθεί και ένα νέο είδος «επίθεσης». Οι κυβερνοεγκληματίες, αντί να εγκαταστήσουν κακόβουλο λογισμικό στα συστήματα κάποιας εταιρείας, αποστέλλουν ένα μήνυμα στο οποίο απειλούν ότι εάν δεν τους καταβληθεί ένα χρηματικό ποσό θα προβούν, εκ των υστέρων, σε επίθεση. Με τον τρόπο αυτόν ευελπιστούν ότι κάποια εταιρεία θα προτιμήσει να καταβάλει τα χρήματα, ώστε να παραμείνει ασφαλής.
Τέλος, οι ειδικοί της Kaspersky Lab προειδοποιούν ότι εάν μια εταιρεία συμφωνήσει να πληρώσει, αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει μακροπρόθεσμες ζημιές, αφού εάν μαθευτεί στους κύκλους των κυβερνοεγκληματιών, υπάρχει το ενδεχόμενο να δεχτεί περαιτέρω επιθέσεις και από άλλους χάκερ.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ