Στον Ολλανδό ζωγράφο και χαράκτη Ρέμπραντ η Google τιμά και αφιερώνει το σημερινό της doodle.
Είναι ένας από τους κορυφαίους ζωγράφους όλων των εποχών. Ο Ολλανδός ζωγράφος και χαράκτης του 17ου αιώνα, Ρέμπραντ Χάρμενσοον βαν Ρέιν, γνωστός ως Ρέμπραντ, γεννήθηκε στις 15 Ιουλίου 1606 στο Λέιντεν της Ολλανδίας.
Γιος μυλωνά και εγγονός εύπορου φούρναρη, ο Ρέμπραντ σπούδασε στη Λατινική Σχολή της πόλης, λατινικά, ελληνικά, κλασική λογοτεχνία και Ιστορία. Το 1620 αν και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο του Λέιντεν, σύμφωνα με τη βιογραφία του η βιογραφία του Jan Janszoon Orlers, δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του καθώς, αφπύ ο ίδιος ήθελε να εκπαιδευτεί ως ζωγράφος.
Επι τρία χρόνια ήταν μαθητής του διακεκριμένου Ολλανδού ζωγράφου Γιάκομπ φαν Σβάνενμπουρχ και για ένα εξάμηνο μαθητευσε δίπλα στο φημισμένο ζωγράφο Πίτερ Λάστμαν.
Παρόλο που εκείνη την εποχή οι νέοι και φιλόδοξοι ζωγράφοι έφευγαν για την Ιταλία,ο Ρέμπραντ προτίμησε να παραμείνει στην Ολλανδία.
Τα πρώτα έργα του Ρέμπραντ, χρονολογούνται το 1625-26, με εμφανείς επιρροές από την τεχνοτροπία τού δασκάλου του Λάστμαν.
Το όνομά του συμβολίζει την περίοδο τής «Χρυσής Εποχής» τής Ολλανδίας, στην οποία ανήκει χρονικά το έργο του.
Φιλοτέχνησε συνολικά περίπου 400 πίνακες, περισσότερα από 1000 σχέδια ζωγραφικής και περίπου 290 χαρακτικά,αν και μέρος των έργων που αποδίδονται στον Ρέμπραντ – κυρίως έργα ζωγραφικής και σχέδια – αμφισβητείται.
Στο έργο του κυριάρχησαν περισσότερο οι προσωπογραφίες, ωστόσο διακρίθηκε σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, αναπαριστώντας επίσης, τοπιογραφίες, καθώς και ιστορικές, ή αλληγορικές σκηνές.
Ως αυτόνομος ζωγράφος, φιλοτέχνησε τα πρώτα έργα του στο Λέιντεν, στο ίδιο εργαστήριο με τον Γιαν Λίβενς, πριν εγκατασταθεί στο Άμστερνταμ. Κατάφερε σε σύντομο χρονικό διάστημα να διακριθεί, αναλαμβάνοντας σημαντικές παραγγελίες και αποκτώντας μεγάλη φήμη τόσο στην Ολλανδία όσο και διεθνώς. Κατά το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, σημαντικά οικονομικά προβλήματα οδήγησαν στην πτώχευσή του, παρά το γεγονός πως η φήμη του παρέμεινε σχεδόν ακλόνητη ενόσω ζούσε, αλλά και μετά το θάνατό του στις 4 Οκτωβρίου 1669.
Οι προσωπογραφίες του Ρέμπραντ δεν ανταποκρίνονταν πάντα στις παραδοσιακές μορφές παρουσίασης. Συχνά συνέθετε πορτρέτα στα πρότυπα των ιστορικών πινάκων του, ενώ σε περιπτώσεις που οι παραγγελιοδότες του δεν το επέτρεπαν, ακολουθούσε την παραδοσιακή τεχνοτροπία που κυριαρχούσε. To γεγονός πως έλαβε παραγγελίες από επιφανείς προσωπικότητες αποτελεί ένδειξη πως οι προσωπογραφίες του ήταν εξαιρετικά ακριβείς και ρεαλιστικές απεικονίσεις.
Το 1634 ο Ρέμπραντ παντρεύτηκε τη Σάσκια φαν Ούλενμπουρχ, ανιψιά εμπόρου έργων τέχνης και κόρη εύπορης οικογένειας και τον επόμενο χρόνο βαφτίστηκε ο πρώτος του γιος, με το όνομα Ρουμπάρτους, ο οποίος όμως πέθανε περίπου δύο μήνες αργότερα. Την ίδια τύχη είχαν οι δύο κόρες τους, βαφτισμένες και οι δύο με το όνομα Κορνέλια, και γεννημένες το 1638 και 1639 αντίστοιχα, οι οποίες έζησαν μόλις δύο εβδομάδες. Στις 22 Σεπτεμβρίου του 1641, βαφτίστηκε ο δεύτερος γιος τους, Τίτους φαν Ράιν, στο Άμστερνταμ, την ίδια περίοδο που η φήμη του Ρέμπραντ είχε εξαπλωθεί και αποτελούσε έναν από τους κορυφαίους ζωγράφους της πόλη.
Το 1642, πέθανε η σύζυγός του από φυματίωση, γεγονός που τον επηρέασε σε μεγάλο βαθμό, σε μία περίοδο που υπήρξε γενικά πηγή πολλών προσωπικών και νομικών προβλημάτων στη ζωή του. Μετά το θάνατο της συζύγου του, προσέλαβε για βοήθεια την Γκέερτγκε Ντιρξ η οποία ανέλαβε προσωρινά τη φροντίδα τού γιου του, πριν αντικατασταθεί από την Χέντρικγε Στόφελς. Ο Ρέμπραντ διατήρησε σχέσεις με την Ντιρξ, η οποία περιέλαβε τον γιο του στη διαθήκη της αλλά αργότερα μήνυσε τον Ρέμπραντ για αθέτηση υπόσχεσης γάμου αναγκάζοντάς τον να της αποδίδει ένα ετήσιο επίδομα.
Πιθανώς από διάθεση εκδίκησης, ο Ρέμπραντ, με τη βοήθεια του αδελφού τής Γκέερτγκε, ξεκίνησε μία προσπάθεια δυσφήμισής της, η οποία οδήγησε στην καταδίκη και φυλάκισή της μέχρι το 1655, στη φυλακή της Γκούντα. Η Χέντρικγε Στόφελς αποτέλεσε σύντροφο του Ρέμπραντ μέχρι το τέλος της ζωής της και μαζί απέκτησαν μία κόρη, η οποία βαφτίστηκε με το όνομα Κορνέλια. Τον ίδιο χρόνο, η Χέντρικγε οδηγήθηκε στο Συμβούλιο της Εκκλησίας του Άμστερνταμ, κατηγορούμενη για ανηθικότητα, εξαιτίας της συγκατοίκησής τους.
Την ίδια περίοδο, παρά τη φήμη που διατηρούσε, ο Ρέμπραντ αντιμετώπισε σημαντικά οικονομικά προβλήματα, κυρίως εξαιτίας κακής διαχείρισης τής περιουσίας του, δημιουργώντας χρέη τα οποία δεν ήταν τελικά σε θέση να πληρώσει. Το 1656, δήλωσε πτώχευση και δημοπρατήθηκε το σπίτι και μέρος της συλλογής έργων τέχνης που είχε δημιουργήσει, χωρίς ωστόσο τα έσοδα να καλύψουν ολόκληρο το ποσό των χρεών του.
Δύο χρόνια αργότερα, μετακόμισε μαζί με το γιο του και την Χέντρικγε στο Rozengracht, ενώ το 1660, το εργαστήριό του μεταφέρθηκε στο όνομά τους, με τον Ρέμπραντ να αποτελεί τυπικά υπάλληλό τους, εξακολουθώντας να έχει μαθητές και να αναλαμβάνει παραγγελίες. Παρά τα οικονομικά και προσωπικά προβλήματα που είχαν προηγηθεί, οι πίνακες που φιλοτέχνησε την περίοδο αυτή μαρτυρούν πως η κοινωνική και καλλιτεχνική του θέση δεν επηρεάστηκαν από τις εξελίξεις.
Τον Ιούλιο του 1663 η Χέντρικγε Στόφελς πέθανε, αφήνοντας τον γιο του ως μοναδικό διαχειριστή των οικονομικών του υποθέσεων. Ο Τίτους παντρεύτηκε το 1668 την Magdalena van Loo, κόρη ενός οικογενειακού φίλου, ωστόσο πέθανε έξι μήνες αργότερα από πανούκλα, ενώ η σύζυγός του κυοφορούσε την κόρη τους, η οποία βαφτίστηκε το 1669. Ο Ρέμπραντ πέθανε την ίδια χρονιά, στις 4 Οκτωβρίου, και ενταφιάστηκε στην εκκλησία Βέστερκερκ, σε άγνωστο σημείο.
Μετά το θάνατό του, πραγματοποιήθηκε καταγραφή της περιουσίας του, χωρίς ωστόσο να καταγραφούν λεπτομερώς οι πίνακες που βρέθηκαν στη συλλογή του.
Διαβάστε
Διάσημος έλληνας ζωγράφος αποκαλύπτει ότι έχει να ζωγραφίσει τέσσερα χρόνια!