«Σήμερα με τα έξυπνα κινητά τηλέφωνα γινόμαστε όλοι μας μάρτυρες ενός γεγονότος. Ο κόσμος έγινε πιο γρήγορος, αλλά χωρίς καρδιά», τονίζει ο ίδιος ο Ρίνο Μπαριλάρι, που μέσα από τις φωτογραφίες του έχει αποτυπώσει ορισμένες από τις πιο εμβληματικές εικόνες, τόσο στην Ιταλία, όσο και παγκοσμίως, τα τελευταία 50 χρόνια.
«Ένα διάσημο πρόσωπο είναι όπως ένας συγγενής, θα πρέπει να το σέβεσαι, γιατί μόνον έτσι κι εσύ θα μπορέσεις να συνεχίσεις να εργάζεσαι. Εάν το καταστρέφεις, τότε έχεις καταστραφεί κι εσύ. Για παράδειγμα, με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι είχαμε τσακωθεί χιλιάδες φορές, αλλά πάντοτε στο τέλος συμφιλιωνόμασταν. Και μαζί έχουμε κάνει πανέμορφα πράγματα», δηλώνει ο Μπαριλάρι, που η Αιώνια Πόλη αποφάσισε να τον τιμήσει για τη φήμη που της έχει προσπορίσει με τις φωτογραφίες του, οργανώνοντας την έκθεση με τίτλο «Ρίνο Μπαριλάρι – Ο βασιλιάς των παπαράτσι».
«Αυτές οι εικόνες δεν είναι πλέον δικές μου, ανήκουν σε όλους. Αφηγούνται τους πατεράδες, τους παππούδες, την Ιταλία που ήθελε ν’ αλλάξει, να γίνει η πρώτη χώρα στον κόσμο. Το αποτολμούσε με μεγάλες θυσίες, γιατί ήταν ένα κράτος με μεγάλες εσωτερικές διαφορές. Τότε δεν υπήρχαν τα διαζύγια, δεν μπορούσες να φιλήσεις μία κοπέλα δημοσίως, εάν ήσουν γυναίκα δεν μπορούσες να βάλεις πολύ μακιγιάζ γιατί αμέσως σου κολλούσαν μία ετικέτα. Αφηγήθηκα τα γεγονότα, αλλά δεν είχα συναίσθηση του τι έκανα, μετακόμισα στη Ρώμη 15 ετών το ‘59 και μόνον αργότερα κατάλαβα πως ‘απαθανάτιζα’ την ιστορία της χώρας», προσθέτει ο ίδιος, συνοψίζοντας τη μακριά και μοναδική καριέρα του.
Την σταδιοδρομία του Ρίνο Μπαριλάρι διηγείται επίσης και ένα ντοκυμαντέρ, με τίτλο ‘Ο βασιλιάς των παπαράτσι-η πραγματική ιστορία’ που προβάλλεται με αφορμή την έκθεση, παραγωγής της Cinecitta’ σε συνεργασία με τη Γενική Διεύθυνση Κινηματογράφου του υπουργείου Πολιτισμού.
Η ιστορία του Ρίνο Μπαριλάρι ξεκινά από την πόλη Λιμπάντι στην Καλαβρία, απ’ όπου μετακόμισε για τη Ρώμη το ’59. Τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα, με πολλή πείνα και ένα δωματιάκι που μοιραζόταν με άλλους πέντε, αλλά κατόπιν οσμίστηκε πού φυσά ο άνεμος και ακολούθησε τη σωστή κατεύθυνση. Πρώτα βγάζει φωτογραφίες για τους τουρίστες στη Φοντάνα ντι Τρέβι. Με τα πρώτα κέρδη αγοράζει από την Πόρτα Πορτέζε (το Μοναστηράκι της Ρώμης) μία μεταχειρισμένη μηχανή Comet Bencini. Φωτογραφίζει πρόσωπα καθημερινών ανθρώπων και ό,τι του κινεί την περιέργεια στην περιδιάβασή του στους δρόμους της Ρώμης. Αντιλαμβάνεται τα πρώτα σκιρτήματα της ρωμαϊκής Dolce Vita. Αρχίζει να κυνηγά τους διάσημους και σύντομα κλέβει τα πρωτεία από τους άλλους παπαράτσι.
Με το που μπήκε στον χορό δεν σταμάτησε πλέον ποτέ. Από τα τραπεζάκια της Βία Βένετο, πέρασε κατόπιν στις μεγάλες αποκλειστικότητες των δεκαετιών 60-70. Από τις πρώτες φωτογραφίες του Πολ Γκέτι Γ’ (μετά την απαγωγή του), στα προσωπικά αντικείμενα του Πιερ Πάολο Παζολίνι μετά τη δολοφονία του, την εξέγερση στις φυλακές της Ρεμπίμπια, τις τρομοκρατικές επιθέσεις των Ερυθρών Ταξιαρχιών και τις πρώτες εικόνες από την απαγωγή του Άλντο Μόρο, τα μεγάλα αστυνομικά ρεπορτάζ, τη Μάφια, την τρομοκρατία.
Στη διάρκεια της μακράς του σταδιοδρομίας τροφοδότησε με εικόνες του το ιταλικό πρακτορείο Ansa, το Associated Press, το Upi, εργάστηκε για το περιοδικό Tempo και την εφημερίδα Il Messaggero. Μια πανταχού παρούσα και ακάματη διαδρομή. Ο ίδιος με τα μαύρα μουστάκια του, τα σκούρα μάτια πάντοτε σε εγρήγορση, την ετοιμολογία και την έμφυτη ευγένειά του, υπήρξε η ενσάρκωση του ‘Βασιλιά’ και ως έτσι τον παραδέχονταν όλοι.
Μπαριλάρι: 11 σπασμένα πλευρά, 1 μαχαιριά και 76 σπασμένες μηχανές
Το προσωπικό του αρχείο περιλαμβάνει πάνω από 400.000 φωτογραφίες. Όμως αλγεινή είναι και η θύμηση από τις 163 φορές που χρειάστηκε να μεταφερθεί στις πρώτες βοήθειες από επιθέσεις στη διάρκεια της εργασίας του, τα 11 σπασμένα πλευρά, τη μία μαχαιριά, τις 76 σπασμένες φωτογραφικές μηχανές. «Εκείνην την εποχή δεν υπήρχαν τα πρακτορεία και τα γραφεία Τύπου και όλη η σημερινή βιομηχανία προβολής. Εάν ένας-μία ηθοποιός ήθελε να αποκτήσει δημοσιότητα, ένας καυγάς κι ακόμη κι ένα χαστούκι ήταν η καλλίτερη λύση», θυμάται ο ίδιος.
«Σήμερα όλα είναι διαφορετικά. Πριν όταν, για παράδειγμα, γινόταν ένας σεισμός το καθήκον σε καλούσε να τρέξεις επί τόπου, γιατί αυτό σου ζητούσε η εφημερίδα. Τώρα τις φωτογραφίες σου τις στέλνει απ’ ευθείας η αστυνομία, η πυροσβεστική, το λιμενικό. Από εμάς απαιτούσαν ταχύτητα και αληθινή αποτύπωση, εάν δεν έφθαναν αμέσως οι φωτογραφίες στην εφημερίδα δεν σε άφηναν ούτε να περάσεις την πόρτα. Σήμερα στην αλήθεια δεν φτάνεις πρώτος, με τα κινητά τηλέφωνα όλοι έχουν γίνει φωτορεπόρτερ», τονίζει.
Αλλά και η διαφορά με ό,τι συνέβαινε παλαιότερα είναι επίσης και συναισθηματικού χαρακτήρα, κατά τον ίδιον. «Παλαιότερα υπήρχαν τα λευκώματα με τις φωτογραφίες, κάθε φορά ξανάβλεπες του γονείς σου, τους παππούδες, τις φωτογραφίες από την πρώτη δημοτικού και αισθανόσουν συγκίνηση. Τώρα ο κόσμος έχει γίνει πιο γρήγορος, αλλά χωρίς ψυχή. Σήμερα, σηκώνεσαι το πρωί και εάν σου σπάσει το τηλέφωνο έχεις χάσει τα πάντα. Αλλά, εάν ακόμη έπρεπε να πληρώνουν και σήμερα εμφάνιση κι εκτύπωση, θέλω να δω εάν όλοι θα έκαναν τον φωτογράφο…», προσθέτει.
Αλλά τι γίνεται σήμερα με τις γυναίκες: «δεν υπάρχουν πια οι ντίβες, εκείνες που ήσαν πραγματικά όμορφες, όποια κι εάν ήταν η ηλικία τους. Όπως η Βίρνα Λίζι, η Σίλα Γκάμπελ, η Άννα Μανιάνι. Όλες σήμερα έχουν κάνει πλαστικές, με αυτά τα χείλη… όλες ίδιες μεταξύ τους. Ορισμένες φορές τις μπερδεύω», δηλώνει.
Στην ερώτηση ποια είναι για εκείνον η φωτογραφία που τον έχει κάνει περήφανο, ο Μπαριλάρι είναι κατηγορηματικός. «Δεν υπάρχει μία συγκεκριμένη. Είναι στιγμές. Ένα επίκαιρο γεγονός είναι σημαντικό τη στιγμή που συμβαίνει. Αύριο θα είναι κάποιο άλλο. Υπερηφάνεια ένιωθες όταν κατόρθωνες να έχεις την αποκλειστικότητα. Αυτή ήταν η πραγματική ικανοποίηση, να φτάνεις στην εφημερίδα έχοντας τις φωτογραφίες που μόνον εσύ είχες καταφέρει να βγάλεις».
Αλλά ποια ήταν και η φωτογραφία που θα ήθελε να έχει βγάλει, αλλά δεν το κατόρθωσε; «Του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β’ στο νοσοκομείο Τζεμέλι μετά τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του. Έφτασα σχεδόν δίπλα του πριν το χειρουργείο, ήταν έτοιμοι να τον κατεβάσουν από το φορείο. Είχα κρυφτεί, αλλά με ανακάλυψαν. Και φυσικά με έκαναν μαύρο στο ξύλο», αφηγείται ο διάσημος φωτορεπόρτερ.
Ο Μπαριλάρι έχει τιμηθεί με τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα από το Διεθνές Πανεπιστήμιο Σι’αν της Σαανζί στην Κίνα, ενώ έχει τιμηθεί με το παράσημο τιμής της Ιταλικής Δημοκρατίας.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ (La Repubblica, Corriere della Sera)