Tο ενδεχόμενο να αυστηροποιηθεί η ρωσική νομοθεσία για την ενοδοοικογενειακή βία απέκλεισε σήμερα το Κρεμλίνο, παρά την καταδίκη της Ρωσίας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και την έκκλησή του προς τη Μόσχα να προχωρήσει σε ευρείες μεταρρυθμίσεις.
«Θεωρούμε ότι η ισχύουσα νομοθεσία προσφέρει όλα τα απαραίτητα εργαλεία για την αντιμετώπιση αυτού του κακού, οι δυνάμεις ασφαλείας καταβάλλουν τις απαραίτητες προσπάθειες», δήλωσε σήμερα ο Ντμίτρι Πεσκόφ, εκπρόσωπος του Κρεμλίνου.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε προχθές, Τρίτη, ότι η Μόσχα θα πρέπει να προχωρήσει «επειγόντως» στη μεταρρύθμιση του νομικού πλαισίου της, το οποίο δεν περιλαμβάνει «κανέναν ορισμό για την ενδοοικογενειακή βία», μια απόφαση με την οποία δικαιώθηκαν τέσσερις γυναίκες θύματα πρώην συντρόφων τους.
Η Ρωσία αποποινικοποίησε το 2017, με τη στήριξη του προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν, τις βίαιες ενέργειες που συμβαίνουν μέσα στην οικογένεια, με εξαίρεση τις πιο σοβαρές.
Τη χαλάρωση αυτή στήριζαν οι συντηρητικοί κύκλοι, που ασκούν μεγάλη επιρροή στην εξουσία, και κυρίως η ρωσική ορθόδοξη εκκλησία. Αυτή θεωρεί ότι αν η δικαιοσύνη αναμειχθεί στις οικογενειακές υποθέσεις, θα διαλύσει οικογένειες, κάτι «που δεν συνάδει με τις παραδοσιακές πνευματικές και ηθικές αρχές της Ρωσίας».
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ελλείψει επίσημων στατιστικών στοιχείων, οι οργανώσεις προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκτιμούν σε περισσότερα από 16 εκατομμύρια τις Ρωσίδες που έχουν πέσει θύματα ενδοοικογενειακής βίας.
Κάθε χρόνο ιδιαίτερα σοκαριστικές υποθέσεις έρχονται στο φως της δημοσιότητας στη Ρωσία, προκαλώντας έναν νέο γύρο συζητήσεων για το θέμα.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ζήτησε εξάλλου να καταβληθεί αποζημίωση σε κάποια από τα θύματα που είχαν προσφύγει σε αυτό, κυρίως στη Μαργκαρίτα Γκράτσεβα, της οποίας ο σύζυγος της ακρωτηρίασε τα χέρια.
Η σημερινή αντίδραση του Κρεμλίνου έρχεται σε αντίθεση με την απόφαση του ρωσικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο είχε κρίνει τον Απρίλιο αντισυνταγματικό το γεγονός ότι η ρωσική νομοθεσία δεν προστατεύει επαρκώς τα θύματα και δεν τιμωρεί πιο αυστηρά όσους υποπίπτουν στο ίδιο αδίκημα.