Την προηγούμενη εβδομάδα η Ρωσική Δούμα, μετά την απόφαση του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης να ζητήσει από το ρωσικό τηλεοπτικό δίκτυο RT και το πρακτορείο Sputnik που δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ να εγγραφούν στην κατηγορία των «ξένων πρακτόρων», είχε ανακοινώσει ότι μερικά αμερικανικά μέσα ενημέρωσης που δραστηριοποιούνται στην Ρωσία θα πρέπει να εγγραφούν και αυτά ως «ξένοι πράκτορες».
Οι προτάσεις αυτές έγιναν με βάση την λογική της αμοιβαιότητας, την λήψης δηλαδή αντίστοιχων μέτρων για τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης στην Ρωσία.
Αυτή την στιγμή η Ρωσική Δούμα μελετάει την κατάθεση σχετικού νομοσχεδίου που αφορά τα απαντητικά μέτρα για τα μέτρα που ελήφθησαν σε βάρος του RT και Sputnik.
“Δεν είναι τόσο εύκολα εφικτό”
Ωστόσο όπως δήλωσε σήμερα ο επικεφαλής της αρμόδιας επιτροπής για την προστασίας της κυριαρχίας της χώρας του Συμβουλίου της Ομοσπονδίας (άνω βουλή) Αντρέι Κλίμοφ, «είναι αναγκαίο να ληφθούν ‘αντίστοιχα’ μέτρα, αλλά στην κυριολεξία δεν θα είναι εφικτό να ληφθούν πλήρως «αντίστοιχα» μέτρα επειδή η κάθε χώρα έχει την δική της νομοθεσία, τις δικές της παραδόσεις».
«Θα συνέστηνα στους συναδέλφους μου –δήλωσε ο Κλίμοφ– στη Δούμα να μην εκπονήσουν ένα νέο νομοσχέδιο, κάτι που θα απαιτήσει πολύ χρόνο, αλλά να ετοιμάσουν τροπολογίες σχετικές με την εν λόγω νομοθεσία».
Κατά την άποψη του στην περίπτωση αυτή το σχετικό κείμενο με τις τροπολογίες θα μπορούσε να εγκριθεί σε πρώτη ανάγνωση την Τετάρτη και πλήρως να ψηφισθεί την Παρασκευή. «Έτσι ώστε στην επόμενη ολομέλεια του Συμβουλίου της Ομοσπονδίας στις 22 Νοεμβρίου να μπορέσουμε να συζητήσουμε το κείμενο», κατέληξε ο Κλίμοφ.
Εφαρμογή νόμου από το… 1938
Το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης είχε δώσει διορία στον ρωσικό τηλεοπτικό δίκτυο RT και στο πρακτορείο Sputnik να εγγραφούν ως «ξένοι πράκτορες» έως τις 13 Νοεμβρίου του 2017, προκαλώντας με την απόφαση του την αντίδραση της διευθύντριας σύνταξης του RT Μαργκαρίτα Σιμονιάν, η οποία χαρακτήρισε την απόφαση αυτή ως πλήγμα «κατά της ελευθερίας του λόγου» και την διορία που δόθηκε ως «ανθρωποφάγο».
Η απόφαση αυτή του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης έχει προκαλέσει έντονες συζητήσεις στα ρωσικά τηλεοπτικά κανάλια. Αλλά όπως εξηγεί η εφημερίδα Novaya Gazeta αυτό που θεωρούν οι τηλεθεατές ως κακοήθεια των «Γιάνκηδων» στην πραγματικότητα συνιστά εφαρμογή του νόμου FARA που ψηφίστηκε το 1938 στην Αμερική και αφορά την «εγγραφή των ξένων πρακτόρων».
Ο νόμος αυτός που ψηφίστηκε στην Αμερική παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου , με σκοπό να αποκαλύπτει και να ανακόπτει τις πηγές της ναζιστικής προπαγάνδας, σήμερα είναι ο νόμος «περί λομπισμού» και αφορά όσους εργάζονται για λογαριασμό άλλου κράτους στην επικράτεια των ΗΠΑ.
Η ρωσική εφημερίδα αναφέρει μάλιστα ως παράδειγμα , την περίπτωση του Πολ Μάναφορτ του πρώην επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ , και συμβούλου κατά το παρλεθόν του ουκρανού προέδρου Γιανουκόβιτς, ο οποίος υπό την πίεση των αμερικανικών ΜΜΕ αποδέχθηκε την ιδιότητα του ‘ξένου πράκτορα’ που εργαζόταν για λογαριασμό της Ουκρανίας από την οποία πήρε 13 εκατομμύρια δολάρια.
Η ρωσική εφημερίδα αναφέρει «ότι στην Αμερική με την ιδιότητα του ξένου πράκτορα δραστηριοποιούνται η κινεζική εφημερίδα Daily China, η ιαπωνική NHK Cosmomedia America που είναι επίσης ένα ειδησεογραφικό κανάλι όπως το RT αλλά ιαπωνικό, το KBS Korean Broadcasting System από την Νότια Κορέα», επισημαίνοντας ότι παρότι η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα είναι από τους πιο στενούς συμμάχους της Αμερικής οι τηλεοπτικές τους εταιρείες δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ με την ιδιότητα του «ξένου πράκτορα» χωρίς να διαμαρτύρονται. Μάλιστα η ρωσική αντιπολιτευόμενη εφημερίδα, παραθέτοντας πλήθος και άλλων παραδειγμάτων, διερωτάται για το τι σχέση έχει σ’ αυτήν την περίπτωση η ελευθερία του λόγου, την οποία επικαλείται η Μαργκαρίτα Σιμονιάν.
Πηγές: Ria Novosti , Novaya Gazeta