Σημαντικά είναι να ευρήματα δημοσκόπησης για τους κατοίκους στη Ρωσία. Είναι όλο και πιο επιφυλακτικοί με τα ζώδια, τα μάγια και τις προβλέψεις των αστρολόγων.
Το Εθνικό Κέντρο Μελέτης της Κοινής Γνώμης (VICIOM), διαπίστωσε, με βάση τα αποτελέσματα δημοσκόπησης που πραγματοποίησε, ότι οι κάτοικοι στη Ρωσία άρχισαν να είναι πιο επιφυλακτικοί με τα ωροσκόπια και τις προβλέψεις των αστρολόγων.
Με βάση τα στοιχεία της δημοσκόπησης, μόνο το 15% των ερωτηθέντων το 2019 δήλωσαν ότι πιστεύουν τις συμβουλές και τις προβλέψεις των αστρολόγων, ενώ το 2015 και το 2000 το ποσοστό αυτό ήταν 31% και 33% αντίστοιχα.
Αξιοσημείωτη είναι η μείωση του ποσοστού των Ρώσων που πιστεύουν σε θεραπείες μέσω υπνωτισμού. Σήμερα, δηλαδή το 2019, πιστεύει σ’ αυτού του είδους τις θεραπείες το 22%, ενώ το 2015 το ποσοστό αυτό ήταν σχεδόν διπλάσιο φθάνοντας το 41% και σχεδόν τριπλάσιο το 1990 όταν το 63% πίστευε στις θεραπευτικές ιδιότητες του υπνωτισμού.
Λιγότεροι είναι και οι Ρώσοι σήμερα που πιστεύουν στις πνευματιστικές συνεδρίες (13% το 2019, έναντι 16% το 2015).
Παράλληλα, μειώθηκε το ποσοστό των Ρώσων που πιστεύουν πως υπάρχουν άνθρωποι που έχουν την ικανότητα να κάνουν μάγια ή να λύνουν μάγια (από 48% το 2015, το ποσοστό αυτό έφθασε το 31% το 2019).
Λιγότεροι Ρώσοι πιστεύουν επίσης στους αστρολόγους που προβλέπουν το μέλλον και την μοίρα των ανθρώπων, αφού σήμερα το 2019 το 31% εξακολουθεί να πιστεύει σε αστρολόγους, εν αντιθέσει με το 55% που πίστευε σε τέτοιου είδους προβλέψεις. Την ίδια στιγμή όμως υπάρχει κι ένα ποσοστό της τάξεως του 31% που πιστεύει ότι υπάρχουν άνθρωποι που έχουν ικανότητες μάγων και το χάρισμα να προβλέπουν το μέλλον.
Και στο τομέα των προκαταλήψεων παρατηρούνται μειωμένα ποσοστά. Είναι λιγότεροι αυτοί πιστεύουν στις προκαταλήψεις σήμερα, φθάνοντας το 33%, εν αντιθέσει με το 2000 και 2015 όταν τα ποσοστά αυτά ήταν αντίστοιχα 57% και 55%. Παράλληλα αυξήθηκε και ο αριθμός εκείνων που δυσκολεύονται να προσδιορίσουν τη στάση τους απέναντι στις προκαταλήψεις, αφού έφθσαν από το 8% το 2015 στο 23% το 2019.
Η δημοσκόπηση πραγματοποιήθηκε στις 28-29 Ιουνίου σε δείγμα 1600 ατόμων ηλικίας 18 ετών και άνω, με την μέθοδο της τηλεφωνικής συνέντευξης.