Ο πατέρας του Σαρλ Περώ ήταν διαπρεπής δικηγόρος που προσέφερε τις υπηρεσίες του στο κράτος και οι διασυνδέσεις της φαμίλιας έφταναν έτσι ακόμα και μέχρι τον ίδιο τον βασιλιά. Ο Σαρλ Περώ σπούδασε νομικά και εργάστηκε αρχικά ως υπεύθυνος των βασιλικών κτηρίων. Άρχισε να γίνεται γνωστός ως λογοτέχνης το 1660 περίπου με ερωτικά ποιήματα. Αφιέρωσε την υπόλοιπη ζωή του στη μελέτη της ποίησης και των καλών τεχνών.
Ο Σαρλ Περώ έφτασε σε ηλικία 55 ετών, όταν θα ζούσε τα τελευταία πλέον χρόνια της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας, που θα αφιερωνόταν ολοένα και περισσότερο στη συγγραφή, εγκαταλείποντας σταδιακά τα κυβερνητικά του καθήκοντα. Ο Σαρλ Περώ είχε προλάβει να ενταχθεί στη φιλολογική διαμάχη για τη σύγκριση αρχαίων και νεότερων συγγραφέων και ήταν μάλιστα ο εισηγητής της «αιρετικής» άποψης ότι οι νεότεροι λογοτέχνες υπερείχαν ασύγκριτα των αρχαίων.
Η λεγόμενη «Διαμάχη των Παλαιών και των Νέων» που συντάραξε τη φιλολογική σκηνή της Γαλλίας και δίχασε όσο τίποτα τη Γαλλική Ακαδημία εγκαινιάστηκε όταν ο Σαρλ Περώ διάβασε ποίημά του στα μέλη και θεωρητικοποίησε κατόπιν σε τέσσερις τόμους («Παραλληλισμοί των Παλαιών και των Νέων»), ισχυριζόμενος ότι οι σύγχρονοι γραφιάδες, όπως ο Μολιέρος, ήταν σαφώς ανώτεροι από τους αρχαίους έλληνες και ρωμαίους συναδέλφους τους. Ο Σαρλ Περώ είναι όμως περισσότερο γνωστός σ’ όλο τον κόσμο από τη συλλογή παραμυθιών για παιδιά, που περιλαμβάνονται στις «Ιστορίες της μαμάς μου της χήνας» (Contes de ma mere l’ oye, 1697), που τα έγραψε για τη διασκέδαση των παιδιών του και που έφεραν στη λογοτεχνία τη μόδα των «παραμυθιών» (contes de fees). Ανάμεσα σ’ αυτά περιλαμβάνονται η «Κοκκινοσκουφίτσα», η «Σταχτοπούτα», «Ο Παπουτσωμένος Γάτος», «Η Ωραία Κοιμωμένη», «Ο Κυανοπώγων», «Ο Κοντορεβιθούλης» κ. ά.
Στον Κήπο του Κεραμεικού (Jardin des Tuileries) στο Παρίσι ανεγέρθηκε το 1908 περίτεχνο μαρμάρινο μνημείο προς τιμήν του Γάλλου συγγραφέα Σαρλ Περώ, με γλυπτές παραστάσεις στη βάση του ηρώων από τα παραμύθια του (π. χ. παπουτσωμένος γάτος), έργο του Γάλλου γλύπτη Γκαμπριέλ Εντουάρ Μπατίστ Πες (Gabriel Edouard Baptiste Pech, 1854 – 1908).