Σε τιμές ρεκόρ σε δημοπρασίες τέχνης το 2021 στην Αυστραλία πωλήθηκαν έργα του Άρθουρ Στρίτον, ζωγράφου που έγινε διάσημος για τα τοπία.
To έργο του The Grand Canal (1908), το οποίο απεικονίζει τη Βενετία στις αρχές του αιώνα και δημοπρατήθηκε από τον οίκο Deutscher και Hackett τον Απρίλιο πωλήθηκε τρία εκατομμύρια δολάρια.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ο πίνακας, ο οποίος θεωρείται ευρέως ο καλύτερος του Άρθρου Στρίτον ήταν μακριά από τη δημόσια θέα για περισσότερο από έναν αιώνα. Αγοράστηκε πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο από τον Άρθουρ Μπαγιέ και παρέμεινε στην οικογένεια μέχρι το 2019. Εντοπίστηκε σε κατοικία στη δυτική συνοικία της Βικτώριας από την πρώην επικεφαλής της γκαλερί Χάμιλτον, Σάρα Σμιντ και φέτος πουλήθηκε σε τιμή ρεκόρ. Με διαστάσεις 92 x 168,5 εκατοστά, το τεράστιο έργο απεικονίζει γόνδολες, φορτηγίδες, αντηρίδες στο νερό, τα κτίρια του παλατιού και την απεραντοσύνη του νερού και του ουρανού.
Ένας άλλος πίνακας του ζωγράφου από την περίοδο που ζούσε στην Αγγλία, με τίτλο «The Center of the Empire» (1902) πωλήθηκε 1.472.727 δολάρια.
Ο Στρίτον επισκέφτηκε τη Βενετία κατά τη διάρκεια του δεύτερου μήνα του μέλιτος με τη σύζυγό του και συνάδελφό του ζωγράφο, Νόρα Κλεντς. Ζωγράφισε πολλά έργα στην ιταλική πόλη, παίζοντας με το χρώμα και το φως. Μια κλασική άποψη της πόλης, από ελαφρώς υψηλότερη προοπτική απεικονίζεται στο έργο του «Evening, Venice» (1908) που πουλήθηκε 1.012.500 δολάρια.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Το έργο Hobart (1938) του Αυστραλού ζωγράφου με θέμα την πρωτεύουσα της Τασμανίας με το όρος Γουέλινγκτον ως τεράστιο σκηνικό πωλήθηκε 920.455 δολάρια.
Ο πίνακας με διαστάσεις 102 x 152 εκατοστά δημιουργήθηκε χάρη σε παραγγελία του Τουριστικού Γραφείου της Τασμανίας.
Ένας από τους πιο γνωστούς και με μεγαλύτερη επιρροή τοπιογράφους της Αυστραλίας, ο Άρθουρ Στρίτον ήταν βασικό μέλος της σχολής του αυστραλιανού ιμπρεσιονισμού της Χαϊδελβέργης – της πρώτης αυστραλιανής Σχολής Ζωγραφικής. Πέρασε μεγάλο μέρος των αρχών του 20ου αιώνα στην Ευρώπη και υπηρέτησε ως πολεμικός καλλιτέχνης κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά αργότερα επέστρεψε στην Αυστραλία, όπου εργάστηκε επίσης ως κριτικός τέχνης.