Εάν όσα υποστηρίζει Ρώσος επίστρατος που βρέθηκε στην Μακίιβκα – την περιοχή που έπληξε με πυραύλους η Ουκρανία την πρωτοχρονιά – για τον πραγματικό αριθμό των νεκρών αληθεύουν, τότε δεν αποκλείεται να προκαλέσουν αλυσιδωτές αντιδράσεις στη Ρωσία.
Ο Ρώσος επίστρατος που βρέθηκε στην Μακίιβκα, στην επαρχία Ντονέτσκ, όπου την Πρωτοχρονιά επλήγη από ουκρανικούς πυραύλους το «κέντρο ανάπτυξης του στρατού» επικοινώνησε με το μέσο ενημέρωσης Viorstka που διαθέτει κανάλι στο Telegram, ισχυριζόμενος ότι συμμετείχε στην απομάκρυνση των ερειπίων του κτιρίου όπου βρίσκονταν οι επίστρατοι.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Υπό τον όρο της ανωνυμίας (η διεύθυνση της Viorstka επιβεβαίωσε την ταυτότητά του) δήλωσε ότι είδε με τα ίδια του τα μάτια περίπου 200 νεκρούς.
Την ίδια στιγμή το ρωσικό υπουργείο Άμυνας ανακοίνωνε ότι οι νεκροί έχουν φθάσει τους 89. Υπενθυμίζεται ότι αρχικά το Ρωσικό υπουργείο Άμυνας – σε μια σπάνια κίνηση – είχε ανακοινώσει ότι τα θύματα της ουκρανικής επίθεσης ήταν 63.
«Εγώ και άλλοι επίστρατοι βοηθούσαμε στην απομάκρυνση των ερειπίων. Σκοτώθηκαν σίγουρα περίπου 200 άνθρωποι, οι τραυματίες είναι περίπου 150. Εκεί η κατάσταση είναι τρομακτική. Ο ίδιος προσπάθησα κατά κάποιο τρόπο να φύγω από αυτή την κόλαση, η κατάσταση έχει γίνει ασφυκτική, ενώ μετά από αυτό έγινε ακόμη πιο τρομακτική (το να βρίσκεσαι εκεί). Όχι μόνο για μένα. Εμείς δεν καταλαβαίναμε για ποιο πράγμα πολεμάμε. Τι στο διάολο συμβαίνει εδώ. Κανείς δεν μας θέλει εδώ».
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Σύμφωνα με τον επίστρατο, η διοίκηση τους απαγορεύει να λένε τι συνέβη στην Μακίιβκα. «Μέχρι στιγμής μόνο λόγια λένε, δεν ξέρω τι θα γίνει στη συνέχεια». Παρόμοιες δηλώσεις για την απαγόρευση να μην λέγεται τίποτα για αυτό που συνέβη στην Μακίιβκα, έκαναν στην επικοινωνία τους με τη Viorstka και συγγενείς άλλων επίστρατων.
Ο επίστρατος δήλωσε ότι εκλήθη να υπηρετήσει τον Οκτώβριο του 2022 και πως προσπάθησε να μην πάει στον πόλεμο ζητώντας να περάσει από στρατιωτική ιατρική επιτροπή (η διεύθυνση της Viorstka έχει στη διάθεσή της φωτοαντίγραφο της κλήτευσής του).
«Έχω προβλήματα υγείας», δήλωσε στη Viorstka. «Δεν με παρέπεμψαν σε ιατρική επιτροπή, μου είπαν ότι δεν υπήρχαν λόγοι για την κατηγορία G, D, ούτε καν για την κατηγορία C. Τηλεφώνησα στην τοπική εισαγγελία και μου είπαν να πάω στο νοσοκομείο, όπου θα με παρέπεμπαν σε ιατρική επιτροπή. Δεν κλείστηκε ραντεβού εκεί. Τηλεφώνησα στην εισαγγελία της Μόσχας, έγραψα στον Πούτιν και η επιστολή εστάλη στο Υπουργείο Άμυνας. Γενικά δεν υπήρξε κανένα αποτέλεσμα. Οι νόμοι αυστηροποιήθηκαν, δεν υπάρχει καμία απολύτως διέξοδος [από εδώ]».
Το υπουργείο Άμυνας της Ρωσίας ανακοίνωσε ότι για την ουκρανική πυραυλική επίθεση την Πρωτοχρονιά, η οποία κόστισε τη ζωή σε 89 Ρώσους στρατιώτες, ευθύνεται η παράνομη χρήση κινητών τηλεφώνων από τους στρατιώτες.
«Βράζει» η οργή για το πολύνεκρο χτύπημα
Η ανακοίνωση αυτή του ρωσικού υπουργείου έγινε την ώρα που αυξάνεται η οργή μεταξύ Ρώσων σχολιαστών, που επικρίνουν ολοένα και περισσότερο τη χλιαρή, όπως τη θεωρούν, στρατιωτική επιχείρηση στην Ουκρανία. Η οργή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στρεφόταν κυρίως εναντίον των διοικητών του ρωσικού στρατού και όχι εναντίον του Ρώσου προέδρου Βλάντιμιρ Πούτιν, ο οποίος δεν έχει σχολιάσει δημοσίως την επίθεση.
Από την πλευρά του το υπουργείο Άμυνας της Ρωσίας ανακοίνωσε ότι τέσσερις ουκρανικοί πύραυλοι έπληξαν ένα «προσωρινό κέντρο ανάπτυξης του στρατού» στη Μακίιβκα. Αν και έχει ξεκινήσει επίσημη έρευνα για το περιστατικό, βασική αιτία για την επίθεση ήταν ξεκάθαρα η παράνομη χρήση κινητών τηλεφώνων από τους στρατιώτες, επεσήμανε το υπουργείο.
Η διεύθυνση στρατηγικών επικοινωνιών των ενόπλων δυνάμεων της Ουκρανίας, έκανε λόγο για 400 νεκρούς και 300 τραυματίες.
Ο πρώην «υπουργός Άμυνας της Λαϊκής Δημοκρατίας του Νοτνέτσκ» Ίγκορ Γκίρκιν – σφοδρός επικριτής της ηγεσίας του ρωσικού στρατού – δήλωσε ότι σε «κάθε περίπτωση ο αριθμός των νεκρών και των τραυματιών φθάνει τις μερικές εκατοντάδες (οι αριθμοί περίπου είναι στους ‘200’, αλλά δεν θα αρχίσω να τους λέω)».
Ο κυβερνήτης της περιοχής της Σαμάρας Ντμίτρι Αζάροφ, ζήτησε από τους συγγενείς των Ρώσων στρατιωτών που βρέθηκαν εκεί «να οπλιστούν με υπομονή και πίστη και να μην ενδίδουν σε αναξιόπιστες πληροφορίες που δημοσιεύονται στο διαδίκτυο».