Η έρευνα του ινστιτούτου Guttmacher με έδρα τη Νέα Υόρκη διαπίστωσε ότι οι αμβλώσεις είναι κατά 22 φορές περισσότερες από τις εκτιμήσεις της κυβέρνησης που κάνει λόγο για 700.000 τερματισμούς κύησης σε κρατικά νοσοκομεία και κλινικές.
Μόλις λίγο πάνω από το 80% των αμβλώσεων πραγματοποιήθηκαν με την χρήση φαρμάκων όπως η μιφεπριστόνη και η μισοπροστόλη, το 14% χειρουργικά σε κλινικές και νοσοκομεία και το 5% με την χρήση άλλων, συνήθως μη ασφαλών, μεθόδων.
“Οι γυναίκες στην Ινδία αντιμετωπίζουν σοβαρές προκλήσεις προσπαθώντας να εξασφαλίσουν φροντίδα σχετικά με τις αμβλώσεις, περιλαμβανομένης της περιορισμένης διαθεσιμότητας των υπηρεσιών για αμβλώσεις σε εγκαταστάσεις δημόσιας υγείας”, αναφέρει σε ανακοίνωσή της η Σουσίλα Σιχ, ερευνήτρια του ινστιτούτου Guttmacher.
“Τα συμπεράσματά μας υποδηλώνουν ότι η έλλειψη από εκπαιδευμένο προσωπικό και επαρκείς προμήθειες και εξοπλισμό είναι οι βασικοί λόγοι που πολλές δημόσιες εγκαταστάσεις δεν παρέχουν υπηρεσίες για άμβλωση”, αναφέρει η ίδια σε έρευνά της που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Lancet Global Health.
Αυτή είναι η πρώτη έρευνα που πραγματοποιείται σε εθνικό επίπεδο στην Ινδία με θέμα τις αμβλώσεις και τις ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες, ανακοίνωσαν οι ερευνητές.
Οι μισές από τις τουλάχιστον 48 εκατομμύρια εγκυμοσύνες στην Ινδία ήταν ακούσιες και το ένα τρίτο κατέληξε σε άμβλωση, αναφέρει η μελέτη, η οποία βασίστηκε στις πωλήσεις χαπιών για άμβλωση και στοιχεία από έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε έξι πυκνοκατοικημένα κρατίδια.
Οι ερευνητές δήλωσαν ότι σχεδόν τρεις στις τέσσερις αμβλώσεις έγιναν με την χρήση φαρμάκων από φαρμακεία και παράνομους πωλητές αντί σε κάποιο νοσηλευτικό ίδρυμα, όπου παρέχονται συμβουλευτική και ιατρικές εξετάσεις.
Επιπλέον, μόλις το ένα τέταρτο των αμβλώσεων πραγματοποιήθηκαν στον δημόσιο τομέα –την κύρια πηγή ιατρικής φροντίδας για φτωχές γυναίκες και γυναίκες στην επαρχία. Κι αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι πολλά κρατικά νοσοκομεία και κλινικές δεν παρέχουν υπηρεσίες για άμβλωση.
“Παρότι η άμβλωση στην Ινδία επιτρέπεται από τον νόμο από το 1971, με βάση ένα ευρύ φάσμα κριτηρίων, δεν είχαμε μέχρι σήμερα μια αξιόπιστη εκτίμηση του αριθμού τους”, δήλωσε ο Τσάντερ Σεκχάρ από το Διεθνές Ινστιτούτο Επιστημών για τον Πληθυσμό με έδρα το Μουμπάι, το οποίο συμμετείχε στην έρευνα.