Η ΕΕ μπαίνει στη φάση των τελικών διαπραγματεύσεων για το επόμενο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός, αφού στόχος είναι να ληφθούν αποφάσεις μέχρι το τέλος του έτους.
Σε αυτό το πλαίσιο η φινλανδική προεδρία έδωσε προθεσμία μέχρι τις 26 Αυγούστου προκειμένου να γνωστοποιήσουν τα κράτη-μέλη τις απαιτήσεις και τις «κόκκινες γραμμές» τους σε ό,τι αφορά τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό για την περίοδο μετά το 2020, όπως ανέφερε σε ενημέρωση του Τύπου στις Βρυξέλλες, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, αρμόδιος για Ευρωπαϊκά θέματα, Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, που συμμετείχε σήμερα στο συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων.
«Είναι σίγουρο ότι η Ελλάδα έρχεται σε αυτή τη διαπραγμάτευση με ισχυρά διαπραγματευτικά όπλα. Πρώτον ότι έχει μειωθεί εξαιτίας της κρίσης σημαντικά το ΑΕΠ της και δεύτερον τη μεταρρυθμιστική της προσπάθεια», δήλωσε ο αναπληρωτής υπουργός και επισήμανε: «εμείς θα δώσουμε έναν αγώνα μέχρι να ολοκληρωθεί αυτή η διαπραγμάτευση, για να διασφαλίσουμε τόσο τα κονδύλια μας για τους αγρότες όσο και την συμμετοχή μας μ’ ένα σημαντικό ποσοστό στο Ταμείο Συνοχής, ώστε να μπορέσουμε να έχουμε την επαρκή χρηματοδότηση να στηρίξουμε την αναγέννηση της ελληνικής οικονομίας».
Επιπλέον, ανέφερε πως η κυβέρνηση θα απαντήσει σε σχετικό ερωτηματολόγιο μέχρι τη λήξη της προθεσμίας, ενώ θα πραγματοποιηθεί και διμερής συνάντηση με τη φινλανδική προεδρία στις 10 Σεπετεμβρίου στις Βρυξέλλες.
Εξάλλου, ανάμεσα στα υπόλοιπα θέματα του συμβουλίου, συζητήθηκε και το μεταναστευτικό ενόψει της έκτακτης συνόδου των υπουργών εσωτερικών και εξωτερικών τη Δευτέρα στο Παρίσι. Στόχος της έκτακτης συνάντησης είναι να συμφωνηθεί ένας προσωρινός μηχανισμός κατανομής αιτούντων ασύλων προκειμένου να λυθεί και το ζήτημα αναφορικά με τα λιμάνια καταφυγής.
Τέλος, στο σημερινό συμβούλιο τέθηκε εκ νέου, σύμφωνα με τον αναπληρωτή υπουργό, το ζήτημα του κράτους δικαίου στην Πολωνία. Σχετικά με αυτό, η Επιτροπή υπογράμμισε πως η χώρα δεν έχει συμμορφωθεί με τις συστάσεις της για τις παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη και υπήρξε σκληρή κριτική από πλευράς Γαλλίας και Γερμανίας.