Αφρικανοί πρόσφυγες σπεύδουν στη σεισμόπληκτη περιοχή για να βοηθήσουν τους επιζώντες.
Πρόσφυγες και μετανάστες από την Αφρική που ελπίζουν να ξεκινήσουν μια νέα ζωή στην Ιταλία, αφού έθεσαν σε κίνδυνο την ζωή τους κατά τον επικίνδυνο διάπλου της Μεσογείου, σπεύδουν στις περιοχές που επλήγησαν από τον φονικό σεισμό της Τετάρτης προκειμένου να βοηθήσουν τους ντόπιους, που έχασαν τα πάντα στην καταστροφή.
Φορώντας πορτοκαλί φόρμες, τα μέλη μιας ομάδας που διαμένει προσωρινά σε έναν ξενώνα σε απόσταση 50 χιλιομέτρων από το σημείο συμμετείχαν σήμερα στο πλευρό άλλων εθελοντών που ήλθαν από κάθε γωνιά της Ιταλίας στις επιχειρήσεις αρωγής των σεισμοπαθών.
«Πρέπει να βοηθήσουμε τους ανθρώπους εδώ» δήλωσε ένας 20χρονος από το Μπενίν στη δυτική Αφρική, που δήλωσε πως τον λένε Αμπντουλάχ.«Είδαμε ανθρώπους να χάνουν τη ζωή τους και νιώθουμε άσχημα. Θέλουμε να επιδείξουμε σεβασμό προς εκείνους και την αξιοπρέπειά τους» πρόσθεσε ο ίδιος στην τηλεόραση του Reuters από τα περίχωρα του Πεσκάρα ντελ Τρόντο, ενός από τα χωριά που έχουν καταστραφεί.
Χρησιμοποιώντας φτυάρια, τσάπες και τσουγκράνες η ομάδα των περίπου 20 προσφύγων βοήθησε να προετοιμαστεί το έδαφος προκειμένου να στηθούν οι σκηνές που θα στεγάσουν τους σεισμοπαθείς και καθάρισαν ένα χωράφι προκειμένου να μπορούν να προσγειωθούν ελικόπτερα. Κατά τη διάρκεια του διαλείμματός τους, οι μετανάστες, όλοι τους Μουσουλμάνοι, έπεσαν στα γόνατά για να προσευχηθούν δίπλα από μία τέντα.
«Ήταν ιδέα τους. Ήθελαν να κάνουν κάτι, επομένως τους βοηθήσαμε να το κάνουν» είπε η Λετίτσια Ντελαμπάρμπα, στέλεχος της φιλανθρωπικής οργάνωσης Human Solidarity Group (GUS), που βοήθησε τους πρόσφυγες να μεταβούν στο Πεσκάρα ντελ Τρόντο.
Οι ελπίδες για τον εντοπισμό περισσότερων επιζώντες ξεθωριάζουν τρεις ημέρες μετά τον ισχυρό σεισμό που συγκλόνισε την κεντρική Ιταλία με τον απολογισμό των νεκρών να βρίσκεται πλέον στους 268.
Χειροτερεύει η κατάσταση δυο μέρες μετά το σεισμό
Tην ώρα που οι διασώστες συνεχίζουν να καταβάλουν, με όλες τους τις δυνάμεις, τις τελευταίες προσπάθειες για τον εντοπισμό τυχόν επιζώντων, η επικοινωνία του χωριού Αματρίτσε με την υπόλοιπη Ιταλία γίνεται όλο και πιο προβληματική: συνεχείς κατολισθήσεις προκάλεσαν σοβαρές ζημιές στη γέφυρα που συνδέει την σεισμόπληκτη αυτή περιοχή με την υπόλοιπη χώρα. ‘Ανδρες και γυναίκες του ιταλικού στρατού, αυτή την ώρα, προσπαθούν να ολοκληρώσουν σε χρόνο- ρεκόρ κάποια υποστηρικτικά έργα, για να μπορέσει να επιτραπεί και πάλι η διέλευση.
Στο μεταξύ, στο νοσοκομείο του Ριέτι, μεταφέρθηκαν πάνω από εκατό άνθρωποι που τραυματίσθηκαν από την πρώτη και ισχυρότερη σεισμική δόνηση, στις τρεις και τριάντα δυο λεπτά την νύχτα, την περασμένη Τετάρτη. Για μια ακόμη φορά, συναντά κανείς το δράμα και την ελπίδα σε λίγα μέτρα απόσταση.
Στην παιδιατρική κλινική, βρίσκεται η Σόνια, η οποία κατάφερε να σκάψει αμέσως, με γυμνά χέρια, και να σώσει το μόλις τεσσάρων ετών κοριτσάκι της. «Βγήκα στον δρόμο και είδα απελπισμένους ανθρώπους οι οποίοι, σαν και εμένα, σε κατάσταση πανικού, προσπαθούσαν να σωθούν και να απεγκλωβίσουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Δεν ξέρω που βρήκα, αμέσως, τόση δύναμη για να σκάψω», λέει στους δημοσιογράφους.
Στην είσοδο του νοσοκομείου, συναντάς τον χειρουργό ο οποίος δίνει κάθε μέρα μάχη κατά του καρκίνου και σου εξομολογείται ότι «αυτή η προσπάθεια, τώρα, είναι σίγουρα, ασύγκριτα πιο δύσκολη». Σου μιλά, με δάκρια στα μάτια, και για τον νεαρό πατέρα ο οποίος, την νύχτα του σεισμού, όταν η γυναίκα του τον ρώτησε, από το τηλέφωνο, αν η κορούλα τους, η Φλάβια, 3 μόλις ετών ήταν καλά, έσφιξε τις γροθιές και της απάντησε: «δεν υπάρχει πια, αλλά μην ανησυχείς, την χαιρέτησα, την φίλησα και για εσένα».
Ο Λούκα, εικοσάχρονος νέος, μέχρι σήμερα το πρωί ήταν καλά, μόνο με μικροτραυματισμό που δεν προκαλούσε ανησυχία, σε κλίνη της ορθοπεδικής κλινικής. Η θεία του, το μεσημέρι πήγε στο νοσοκομείο και του έδειξε το κινητό τηλέφωνο της μητέρας του. Μόνον την στιγμή εκείνη, ο Λούκα κατάλαβε πως η μητέρα του δεν είχε τραυματισθεί –όπως του είχαν πει αρχικά– αλλά ότι είναι νεκρή. Και κατέρρευσε ψυχολογικά.
Είναι μερικές, μόνον, από τις ιστορίες ανθρώπινου πόνου και αλληλεγγύης, στο νοσοκομείο του Ριέτι, όπου βλέπεις νοσοκόμους και γιατρούς οι οποίοι εργάζονται σχεδόν αδιάκοπα, εδώ και τρεις ημέρες. Παρά την κούρασή τους, όμως, σε κοιτάζουν στα μάτια και σου λένε: «θα θέλαμε να είχαμε ακόμη περισσότεροι δουλειά. Διότι αυτό θα σήμαινε ότι οι διασώσεις δεν έχουν τελειώσει».
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ