Οι αδελφοί Λιμιέρ, Ογκίστ και Λουί, ήταν Γάλλοι κινηματογραφιστές και εφευρέτες, δημιουργοί του κινηματογράφου (cinematographe), μίας μηχανής λήψης, εκτύπωσης και προβολής του φιλμ.
Από τους ανθρώπους που σημάδεψαν τα πρώτα βήματα του κινηματογράφου, οι Γάλλοι αδελφοί Λιμιέρ ανήκουν στους πρωτοπόρους που καθιέρωσαν την 7η τέχνη.
Ήταν εκείνοι που τελειοποίησαν μια από τις υπάρχουσες μηχανές προβολής, πετυχαίνοντας έτσι τη συνεχή ροή της κίνησης, ενώ εφεύραν και μια φορητή μηχανή λήψης, η οποία έδινε μεγάλη ελευθερία κινήσεων κατά την κινηματογράφηση.
Κατασκεύασαν μία μηχανή λήψης και προβολής, για την οποία έλαβαν δίπλωμα ευρεσιτεχνίας στις 13 Φεβρουαρίου του 1894.
Στις 28.12.1895 πραγματοποιείται η πρώτη δημόσια προβολή στο υπόγειο του Γκραν Καφέ στο Παρίσι. Πρόκειται για την πρώτη ταινία των αδελφών Λιμιέρ με τίτλο «Οι εργάτες φεύγουν από το εργοστάσιο Λιμιέρ».
Αυτή ήταν η πρώτη ταινία που ουσιαστικά σηματοδοτεί τη γέννηση της νέας τέχνης, του κινηματογράφου.
H αμέσως επόμενη χρονιά το 1896, περιλαμβάνει μια παραγωγή 50 περίπου ταινιών.
Λίγο μετά τη δημόσια πρεμιέρα της ταινίας τους, ο Λουί λέγεται ότι παρατήρησε: «Ο κινηματογράφος είναι μια εφεύρεση χωρίς μέλλον».
Αυτή η πρόβλεψη ήταν ο μόνος επιστημονικός εσφαλμένος υπολογισμός του Λιμιέρ, γιατί αυτό τα δύο αδέλφια δημιούργησαν μια άνευ προηγουμένου μορφή τέχνης και ψυχαγωγίας που επηρέασε ριζικά τη λαϊκή κουλτούρα.
Το «Cinématographe» τους εισήγαγε μια κρίσιμη καινοτομία, που θα έκανε το σινεμά δημόσιο θέαμα.
Με την προβολή κινούμενων εικόνων σε μια μεγάλη οθόνη, δημιούργησαν μια νέα, κοινή εμπειρία του κινηματογράφου.
Και κάπως έτσι γεννήθηκαν οι πρώτες «ταινίες».
Ο Ογκίστ Μαρί Λουί Νικολά Λιμιέρ γεννιέται στις 19 Οκτωβρίου 1862 στην Μπεζανσόν της Γαλλίας και δύο χρόνια αργότερα, στις 5 Οκτωβρίου 1864 έρχεται στη ζωή ο μικρός αδελφός του Λουί Ζαν.
Ο πατέρας τους, Τσαρλς Αντουάν Λιμιέρ ήταν πολύ γνωστός και πολυβραβευμένος φωτογράφος από τον οποίο κληρονόμησαν και την καλλιτεχνική φλέβα.
Και οι δύο μεγάλωσαν στη Λιόν, όπου ο πατέρας τους διατηρούσε κατάστημα φωτογραφικών ειδών.
Από τα νεανικά τους χρόνια εργάστηκαν στην οικογενειακή επιχείρηση και από το 1892 ασχολήθηκαν με τη δημιουργία κινούμενης εικόνας. Κατασκεύασαν μία μηχανή λήψης και προβολής, για την οποία έλαβαν δίπλωμα ευρεσιτεχνίας στις 13 Φεβρουαρίου του 1894.
Ο Αντουάν Λιμιέρ ενθάρρυνε με κάθε τρόπο τα επιστημονικά ενδιαφέροντα των γιων του και στο διάβα των ετών τα περίφημα αδέλφια θα ανέπτυσσαν τα δικά τους ταλέντα.
To 1881, ο 17χρονος Λουί αρχίζει να ασχολείται με τη βελτίωση των φωτογραφικών πλακών, καθώς γνώριζε από πρώτο χέρι τις ασύλληπτες δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο πατέρας του στην απαθανάτιση των θεμάτων του.
Οι «υγρές» φωτογραφικές πλάκες της εποχής, που ήταν και το μόνο διαθέσιμο φωτογραφικό μέσο του καιρού, παραήταν ασταθείς και δύσχρηστες. Απαιτούσαν κατεργασία στον σκοτεινό θάλαμο τόσο πριν όσο και αμέσως μετά την εμφάνιση της πλάκας.
Η νέα και βολικότερη «ξηρή» πλάκα είχε εμφανιστεί από το 1870, παρέμενε όμως ακριβή αλλά και σε πρώιμο στάδιο.
Ο Λουί αναπτύσσει λοιπόν μια καλύτερη εκδοχή της «ξηρής» πλάκας, η οποία θα μείνει γνωστή ως «blue label» και σημείωσε τόση επιτυχία που ώθησε το άνοιγμα ενός νέου εργοστασίου στα περίχωρα της Λιόν.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1890, η οικογένεια Λιμιέρ διατηρούσε το μεγαλύτερο φωτογραφικό εργοστάσιο της Ευρώπης, το «Antoine Lumière and Sons».
Οι πρωτοπόροι του κινηματογράφου
Το 1894 ο πατέρας του Αντουάν παρακολούθησε μια έκθεση στο Παρίσι με το «Κινητοσκόπιο» του Τόμας Έντισον και του Γουίλιαμ Ντίκσον, μια συσκευή προβολής ταινιών που συχνά αναφέρεται ως ο πρώτος προβολέας ταινιών.
Ωστόσο, το «Κινητοσκόπιο» μπορούσε να δείξει μια ταινία μόνο σε ένα άτομο τη φορά, αφού θεατής έπρεπε να παρακολουθήσει την ταινία από ένα ματάκι. Ο Αντουάν αναρωτήθηκε αν ήταν δυνατό να αναπτυχθεί μια συσκευή που θα μπορούσε να προβάλει ταινία σε μια οθόνη για το κοινό.
Όταν επέστρεψε στο σπίτι από το Παρίσι, ο Αντουάν ενθάρρυνε τους γιους του να αρχίσουν να εργάζονται για μια νέα εφεύρεση.
Οι Λιμιέρ, έρχονται σε επαφή με την επαναστατική εφεύρεση του Έντισον και αποφασίζουν να την κάνουν λειτουργική. Ο σκοπός τους είναι να βρουν έναν τρόπο να προβάλουν την εικόνα ώστε να μπορούν να τη δουν μεγαλύτερα του ενός ακροατήρια!
Μέρος του προβλήματος λύθηκε από τον Λουί, όταν ένα βράδυ συνειδητοποιεί ότι ο μηχανισμός της ραπτομηχανής θα μπορούσε να προσαρμοστεί ώστε να μετακινεί μικρά τμήματα του φιλμ, τα λεγόμενα καρέ.
Έναν χρόνο αργότερα τα έχουν καταφέρει.
Ο Λουί σχεδιάζει τον τρόπο λειτουργίας μιας πρωτότυπης κάμερας πάνω στην ιδέα του, την οποία και φέρνει στο φως το ερευνητικό εργαστήριο του εργοστασίου του. Η νέα μηχανή, η εμβληματική «Cinematographe», υφίσταται περαιτέρω ανάπτυξη και από τους δυο Λιμιέρ και αποδεικνύεται άκρως επιτυχής!
Όχι μόνο μπορούσε να δημιουργήσει το αρνητικό μιας εικόνας πάνω στη φωτοευαίσθητη επιφάνεια του φιλμ, αλλά ήταν σε θέση να τυπώσει τη θετική εικόνα αλλά και να προβάλει το αποτέλεσμα με ταχύτητες 12 καρέ το δευτερόλεπτο.
Ο Λουί πήρε λοιπόν τη μηχανή του το καλοκαίρι του 1894 και κινηματογράφησε τους εργάτες που σχολούσαν από το εργοστάσιό του.
Στις 22 Μαρτίου 1895, τα αδέλφια Λιμιέρ παρουσιάζουν το υλικό στη «Société d’Encouragement pour l’Industrie Nationale», αφήνοντας άπαντες με το στόμα ανοιχτό.
Οι Λιμιέρ αποφασίζουν τότε ότι ήταν ώρα να φέρουν την εφεύρεσή τους σε επαφή με το κοινό. Στρώνονται στη δουλειά και δημιουργούν μια σειρά από ταινιάκια 90 δευτερολέπτων με απλές σκηνές από την τετριμμένη καθημερινότητα.
Κι έτσι, στις 28 Δεκεμβρίου 1895, έχοντας νοικιάσει μια αίθουσα στο παρισινό Grand Cafe, γράφουν Ιστορία παρουσιάζοντας για πρώτη φορά σε ακροατήριο κινούμενη εικόνα!
Η ταινία που απλώς έδειχνε τους εργάτες να σχολάνε από το εργοστάσιο των Λιμιέρ, κάτι πεζό για εμάς σήμερα και καθόλου εντυπωσιακό προκάλεσε αίσθηση.
Η σαφήνεια και ο ρεαλισμός της ασπρόμαυρης ταινίας των 50 δευτερολέπτων ήταν μία πρωτοπορία.
Ο Ζωρζ Μελιές, Γάλλος κινηματογραφιστής και συγγραφέας φανταστικής λογοτεχνίας στο Παρίσι, παρατήρησε: «Κοιταχτήκαμε έκπληκτοι μπροστά σε αυτό το θέαμα, άναυδοι και έκπληκτοι. Στο τέλος της ταινίας επικράτησε απόλυτο χάος. Όλοι αναρωτήθηκαν πώς προέκυψε ένα τέτοιο αποτέλεσμα».
Ο θρύλος λέει ότι όταν το κοινό παρακολούθησε την ταινία των Λιμιέρ «Η Έλευση του Τρένου στον Σταθμό», το θέαμα του τρένου που πλησίαζε έκανε τους θεατές να τρέξουν τρομοκρατημένοι γιατί αισθάνονται ότι ερχόταν κατά πάνω τους!
Μια κινούμενη εικόνα ήταν κάτι το επαναστατικό αλλά κι ένα πρωτόγνωρο σοκ για τις αισθήσεις.
Παρά την αρχική έκπληξη, ο κινηματογράφος είχε γεννηθεί. Σύντομα τα ακροατήρια συνωστίζονταν στις ταινίες των Λιμιέρ, ενώ δεν θα έπαιρνε πολύ για τον κινηματογράφο να γίνει παγκόσμια μανία.
Το 1896 οι Λιμιέρ άνοιξαν αίθουσες σινεμά στο Λονδίνο, στις Βρυξέλλες και τη Νέα Υόρκη, παρουσιάζοντας τις περισσότερες από 40 ταινίες που είχαν γυρίσει από την καθημερινή γαλλική ζωή: ένα παιδί που κοιτάζει ένα μπολ με χρυσόψαρο, ένα μωρό που το ταΐζουν, ένας σιδεράς στη δουλειά και στρατιώτες που παρελαύνουν.
Το κοινό ήταν καθηλωμένο, γοητευμένο βλέποντας καθημερινές στιγμές, βγαλμένες από τη ζωή να εκτυλίσσονται τόσο φυσικά στη μεγάλη οθόνη.
Την επομένη της πρώτης δημόσιας προβολής της ταινίας τους το 1895, μια τοπική εφημερίδα έγραψε:
«Έχουμε ήδη ηχογραφήσει και αναπαράγει προφορικές λέξεις. Μπορούμε τώρα να ηχογραφήσουμε και να αναπαράγουμε τη ζωή. Θα μπορούμε να ξαναδούμε τις οικογένειές μας πολύ καιρό αφότου έχουν φύγει».
Οι Λιμιέρ εκπαίδευσαν τους οπερατέρ φωτογραφικών μηχανών να χρησιμοποιούν την εφεύρεση και στη συνέχεια να ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο.
Έδειξαν τις ταινίες των αδελφών Λιμιέρ σε νέο κοινό και επίσης κατέγραψαν τα δικά τους πλάνα από τοπικά γεγονότα στα μέρη που επισκέφτηκαν.
Μεταξύ 1895 και 1905, οι Λιμιέρ θα έκαναν περισσότερες από 1.400 ταινίες, πολλές από τις οποίες έχουν διατηρηθεί μέχρι σήμερα.
Αρκεί πάντως να μνημονεύσουμε ότι τόσο ο Ογκίστ όσο και ο Λουί δεν συνειδητοποίησαν το κολοσσιαίο της εφεύρεσής τους και σύντομα έχασαν το ενδιαφέρον τους για τη νέα μόδα, παρά το γεγονός ότι οι σκοτεινές αίθουσες που ίδρυσαν πήγαιναν ιδιαιτέρως καλά. Αυτοί ήταν όμως εφευρέτες και όχι σκηνοθέτες και ήταν ώρα να πάνε γι’ άλλα.
Αφού παρέδωσαν λοιπόν τις κινηματογραφικές περιπέτειές τους στα στελέχη του ομίλου τους, ο Λουί επέστρεψε στο μεγάλο του πάθος, την έγχρωμη φωτογραφία, και ο Ογκίστ ασχολήθηκε με την ιατρική έρευνα!
Ήταν όμως από τις κοινές προσπάθειες του διδύμου, παρά την αποκλειστική εμπλοκή του Λουί με το θέμα, που θα αναπτυσσόταν η διαδικασία Autochrome το 1904, η πρώτη επιτυχημένη τεχνική έγχρωμης φωτογραφίας.
Παρά το γεγονός ότι ήταν ακόμα ακριβή, η νέα έγχρωμη μέθοδος ήταν σαφώς λειτουργικότερη απ’ όλες τις προκατόχους της. Η έγχρωμη φωτογραφία έχει αναγνωριστεί παγκοσμίως ως ο καλύτερος τρόπος για την καταγραφή έγχρωμων ενσταντανέ και έμελλε να παραμείνει δημοφιλέστατη για πάνω από 30 χρόνια!
Περιοδικά όπως το National Geographic έστειλαν τους φωτογράφους τους να απαθανατίσουν τον κόσμο με αυτόχρωμες πλάκες.
Η επιτυχία της εφεύρεσης των αδελφών αντικατοπτρίζεται στα αρχεία της National Geographic Society, η οποία φιλοξενεί σχεδόν 15.000 αυτόχρωμες πλάκες, μια από τις μεγαλύτερες συλλογές στον κόσμο.
Αυτή η οικογένεια εφευρετών ανταποκρίθηκε στο όνομά της «lumière» που σημαίνει «φως» στα γαλλικά, φωτίζοντας τη ζωή καθώς αρχειοθέτησαν το παρελθόν, αιχμαλώτισαν το αόρατο και δημιούργησαν σκηνοθέτες και ακροατήριο.
Πληροφορίες από National Geographic
Πηγή φωτογραφιών: ΑΠΕ-ΜΠΕ