Η βρετανίδα πρωθυπουργός φιλοδοξούσε να υλοποιήσει το Brexit και να ενσαρκώσει τον αγώνα κατά της κοινωνικής αδικίας. Την Τετάρτη, κάνει την έξοδό της αφήνοντας πίσω της έναν μηδενικό απολογισμό.
Και ο Βρετανικός Τύπος δεν της χαρίζεται καθόλου. «Ο εφιάλτης σχεδόν τελείωσε. Η θητεία της χειρότερης βρετανίδας πρωθυπουργού φθάνει στο τέλος της…Δεν θα λείψει σε κανέναν», έγραψε η συντηρητική The Telegraph, η οποία δεν κρύβει την υποστήριξή προς τον πιο πιθανό της διάδοχο, τον ασυγκράτητο πρώην δήμαρχο του Λονδίνου Μπόρις Τζόνσον.
Ο συντάκτης του κύριου άρθρου των Times δεν είναι επιεικέστερος προς την Τερέζα Μέι, προσάπτοντάς της «οικτρή αποτυχία» στην διαχείριση του Brexit και έλλειψη φιλοδοξίας στους άλλους τομείς.
Ωστόσο, όταν ανέλαβε την πρωθυπουργία τον Ιούλιο 2016, μετά το δημοψήφισμα που αποφάσισε την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ενωση, η 62χρονη Μέι είχε μία θετική και καθησυχαστική.
Η κόρη του πάστορα, χωρίς χάρισμα, αλλά με την φήμη της εργατικής, φαινόταν το ιδανικό πρόσωπο στα μάτια των Βρετανών για να οδηγήσει την χώρα, που έβγαινε διχασμένη από την προεκλογική εκστρατεία, σε μία από τις δυσκολότερες περιόδους της ιστορίας της.
Στην πρώτη παθιασμένη ομιλία της, αναφέρθηκε με θέρμη στο Brexit, εκείνη που είχε πάρει θέση κατά του διαζυγίου, και υποσχέθηκε να καταπολεμήσει τις αδικίες. Τρία χρόνια αργότερα, και καθώς η χώρα θα έπρεπε να έχει αποχωρήσει από τις 29 Μαρτίου, το Brexit παραμένει σε εκκρεμότητα, όσο για τις ανισότητες είναι στο υψηλότερό τους επίπεδο, παρά την χαμηλή ανεργία.
Στο τέλος του Μαΐου εγκατέλειψε ανακοινώνοντας την αποχώρησή της έπειτα από μήνες στο χείλος του γκρεμού, εν μέσω αποσύνθεσης της κυβέρνησής της και εξύφανσης συνωμοσιών για την εκπαραθύρωσή της.
«Άρνηση ρεαλισμού»
Έπειτα από τρεις ψηφοφορίες, η Τερέζα Μέι δεν ήταν σε θέση να εξασφαλίσει μία πλειοψηφία βουλευτών υπέρ της συμφωνίας διαζυγίου που η ίδια είχε συνομολογήσει τον Νοέμβριο 2018 με τις Βρυξέλλες, ενώ το κόμμα της, όπως άλλωστε και οι Βρετανοί, εξακολουθούν να συγκρούονται για την μορφή που θα μπορούσαν να έχουν οι σχέσεις με την Ευρώπη μετά το διαζύγιο.
Η αποξήλωση μίας σχέσης σαράντα ετών με την ΕΕ δεν είναι εύκολη, παραδέχεται ο Simon Usherwood, πολιτικός επιστήμονας του πανεπιστημίου του Surrey. Όμως, η Μέι δεν είχε πραγματικά την καλύτερη προσέγγιση επιλέγοντας να στηριχθεί αποκλειστικά στο κόμμα της και μάλιστα στην πτέρυγα εκείνων του ανθρώπων που διατηρούν ακραίες θέσεις για το Brexit.
Για τον Tim Bale, καθηγητή Πολιτικών Επιστημών στο πανεπιστήμιο Queen Mary του Λονδίνου, η Μέι στραβοπάτησε από «άρνηση ρεαλισμού», αποκλείοντας την «διακομματική προσέγγιση», κυρίως μετά την αποτυχία της στις βουλευτικές εκλογές του 2017, όταν παρασυρμένη από τα θετικά αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων θέλησε να ενισχύσει την κοινοβουλευτική της πλειοψηφία και κατέληξε να την χάσει. Έμεινε έτσι εξαρτημένη για να κυβερνήσει από το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα της Βόρειας Ιρλανδίας (DUP), το οποίο επέβαλε τις απαιτήσεις του για το Brexit.
Στις αρχές Απριλίου, η πρωθυπουργός κατέληξε να τείνει χείρα προς το Εργατικό Κόμμα σε αναζήτηση συναίνεσης. Όμως, ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης Τζέρεμι Κόρμπιν δεν ήταν έτοιμος να την βοηθήσει να βγει από την δύσκολη κατάσταση και οι συνομιλίες κατέρρευσαν. Σε επιστέγασμα της καταστροφικής της θητείας, η Τερέζα Μέι αναγκάσθηκε να οργανώσει ευρωεκλογές που έστειλαν το Κόμμα του Brexit, νικητή των εκλογών, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. «Η Ιστορία δεν θα κρατήσει από αυτήν θετική εικόνα», θεωρεί ο Simon Usherwood.
Και όμως, δεν της έλειπε η φιλοδοξία. Πίσω από την συστολή που εκπέμπει, η Τερέζα Μέι ονειρευόταν από τα εφηβικά της χρόνια να ασχοληθεί με την πολιτική και να γίνει η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου.
Αυτήν τη πρωτιά της την έκλεψε η Μάργκαρετ Θάτσερ, αλλά έγινε η πρώτη γυναίκα γενική γραμματέας του Συντηρητικού Κόμματος στην περίοδο 2003-2004. Από την θέση αυτή, στην μνήμη έμεινε η ομιλία της στην οποία καλούσε του Τόρις, που τότε είχαν πολύ δεξιά τοποθέτηση, να απαλλαγούν από την εικόνα του «κόμματος των κακιασμένων».
Αφού στήριξε τον Ντέιβιντ Κάμερον στη ανάληψη της ηγεσίας του Συντηρητικού Κόμματος το 2005, τοποθετείται υπουργός Εσωτερικών όταν οι Τόρις έρχονται στην εξουσία το 2010. Παραμένει στο πόστο επί έξι χρόνια και γίνεται γνωστή για την αυστηρή διαχείριση της μετανάστευσης.
Το 2016, διαδέχεται τον Κάμερον. Αφού είχε λάβει διστακτικά θέση υπέρ της παραμονής του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, υιοθετεί αμέσως το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και δηλώνει: «Στο εξής είμαστε όλοι Brexiters».
Εκτός της αναποτελεσματικότητάς της, ο Τύπος τής προσάπτει το ψυχρό, μηχανικό της στιλ και της κολλά το προσωνύμιο «Maybot» , δηλαδή «Μέι το ρομπότ».