Από τον Φεβρουάριο του 1692 μέχρι τον Μάιο του 1693, γράφτηκε μια από τις πιο ματωμένες σελίδες του δυτικού κόσμου. Οι κάτοικοι του Σάλεμ κατηγόρησαν περισσότερους από 200 ανθρώπους για μαγεία.
Απαγχονίστηκαν 19 κατηγορούμενοι εκ των οποίων οι 14 ήταν γυναίκες, ενώ πολλοί κατηγορούμενοι για μαγεία πέθαναν στη φυλακή. Η μικρότερη από τις καταδικασμένες ήταν μόλις 4 ετών.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η μανία εντοπισμού μαγισσών
Τον κρύο χειμώνα του 1692, στο Σάλεμ της Μασαχουσέτης, δύο κορίτσια, η 9χρονη Ελίζαμπεθ Πάρις, κόρη του ιερέα Σάμιουελ Πάρις, και η 11χρονη ανιψιά του, Άμπιγκεϊλ Ουίλλιαμς, άρχισαν να παρουσιάζουν μία περίεργη συμπεριφορά.
Μιλούσαν παράξενα, ούρλιαζαν, κρύβονταν κάτω από πράγματα, ενώ υπήρχαν φορές που σέρνονταν στο πάτωμα.
Άλλα συμπτώματα ήταν οι κραυγές, οι βλασφημίες, οι σπασμοί, μυστήριες επικλήσεις.
Σύντομα αυτές οι αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές παρατηρήθηκαν και σε άλλα κορίτσια της πόλης.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Κανένας γιατρός δεν μπορούσε να εξηγήσει τα συμπτώματα, μέχρι που ένας εξ αυτών, στις 8 Φεβρουαρίου, είπε ότι τα κορίτσια ήταν δαιμονισμένα.
Έτσι ο πάτερ Σάμιουελ ζήτησε βοήθεια από τις γειτονικές πόλεις και μαζί με κατοίκους πίεζαν τα κορίτσια να κατονομάσουν τους υπεύθυνους, αυτούς δηλαδή που τους οδηγούσαν στα μονοπάτια του διαβόλου.
Οι τρεις πρώτες γυναίκες που κατηγορήθηκαν ήταν η Σάρα Γκουντ, η Σάρα Όσμπορν και η Τιτούμπα. Η Σάρα Γκουντ ήταν επαίτης, κόρη ενός γάλλου ξενοδόχου, που αυτοκτόνησε όταν η ίδια ήταν έφηβη ακόμα.
Η Σάρα Όσμπορν ήταν μία κατάκοιτη ηλικιωμένη γυναίκα, που άρπαξε την περιουσία του πρώτου συζύγου της από τα παιδιά του και την έδωσε στον δεύτερο σύζυγό της.
Η Τιτούμπα ήταν η ινδιάνα σκλάβα του αιδεσιμότατου Σάμιουελ Πάρις, γεννημένη στη νότια Αμερική.
Τα κορίτσια του χωριού επισκέπτονταν συχνά την Τιτούμπα για να τους πει το μέλλον, γνωρίζοντας πως αυτό ήταν απαγορευμένο στο πουριτανικό περιβάλλον.
Σύμφωνα με τις ιστορίες, ο ιερέας κάποια στιγμή την είδε να βγάζει κάτι από τις στάχτες στο τζάκι, απαίτησε να του εξηγήσει τι ήταν αυτό κι εκείνη του απάντησε ότι ήταν το «γλυκό των μαγισσών» και ότι το έφτιαξε στοχεύοντας τη θεραπεία των κοριτσιών.
Ο εκείνος δεν την πίστεψε και, χτυπώντας την, εκείνη αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι ήταν η υπεύθυνη για την κατάσταση των κοριτσιών. Έπειτα, ζήτησε από την Ελίζαμπεθ, την κόρη του, να αποκαλύψει τι πραγματικά συμβαίνει κι εκείνη τα ομολόγησε όλα, ενώ και η ανιψιά του, Άμπιγκεϊλ, βεβαίωσε πως κάποια άτομα στην πόλη είχαν συνάψει συμφωνία με τον… διάβολο.
Από εκεί και πέρα θα ξεκινήσει μια μανία καταδίωξης στο Σάλεμ εναντίον πιθανών ατόμων που ασχολούνταν με τη μαγεία.
Οι πρώτες γυναίκες που κατηγορήθηκαν για μαγεία συνελήφθησαν μία μέρα σαν σήμερα και οδηγήθηκαν στη φυλακή την 1η Μαρτίου 1692 ήταν η Τιτούμπα, η Σάρα Γκουντ και η Σάρα Όσμπορν.
Από εκείνη τη στιγμή, όποιος υποδεικνύεται από τα κορίτσια συλλαμβάνεται και περνά από δίκη με μηδαμινές πιθανότητες επιβίωσης, ενώ και άλλα μέλη της κοινωνίας κατηγορούν συμπολίτες τους για επίθεση. Μέχρι τον Ιούνιο, πάνω από 100 άτομα έχουν καταγγελθεί.
Οι φυλακές του Σάλεμ, της Βοστόνης και των γύρω περιοχών γέμιζαν και προέκυψε ένα νέο πρόβλημα: Λόγω της έλλειψης νομοθετικού πλαισίου, όλοι αυτοί οι κρατούμενοι δεν ήταν δυνατόν να δικαστούν.
Τη λύση φαίνεται να έδωσε στα τέλη Μαΐου ο βασιλικός κυβερνήτης της Μασαχουσέτης, σερ Γουίλιαμ Φιπς, ο οποίος και καθιέρωσε ένα ειδικό δικαστήριο για την περίπτωση, το δικαστήριο «Oyer and Terminer» με επικεφαλής δικαστή τον αντικυβερνήτη Γουίλιαμ Στάουτον.
Ήταν άτομο χωρίς οίκτο και διψασμένο για εξουσία.
Στο μεταξύ, η Σάρα Όσμπορν είχε πεθάνει, η Σάρα Γκουντ είχε γεννήσει ένα κοριτσάκι, ενώ ο αριθμός των υπόδικων είχε φτάσει τους 80, πολλοί από τους οποίους είχαν αρρωστήσει.
Με συνοπτικές διαδικασίες, όλοι οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Μόνο όσοι παραδέχτηκαν την ενοχή τους και κατέδωσαν άλλους, γλίτωσαν την εκτέλεση.
Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού απαγχονίστηκαν συνολικά 19 άτομα, μεταξύ των οποίων ένας υπουργός κι ένας πρώην αστυνομικός που αρνήθηκε να συνεχίσει τις συλλήψεις υποτιθέμενων μαγισσών.
Από αυτούς, μόνον πέντε ήταν άνδρες.
Κάποια στιγμή, η κοινότητα άρχισε να αμφιβάλει για την εγκυρότητα και την αλήθεια των λεγομένων των κοριτσιών, καθώς σε κάποιο σημείο έφτασαν να καταγγείλουν ακόμα και δικαστές, κάτι που επέφερε μεγάλη αμφισβήτηση και αμφιβολίες, καθώς κυριαρχούσε η πεποίθηση ότι οι δικαστές προστατεύονταν από τον ίδιο τον Θεό.
Οι κατηγορίες ξέφυγαν σε σημείο που να μπλέξουν ακόμα και την γυναίκα του κυβερνήτη.
Οι δίκες μαγισσών είχαν σημαντικές επιπτώσεις στην περιοχή. Οι σοδειές αφέθηκαν στα χωράφια και τα ζώα χωρίς φροντίδα, όσοι φοβούνταν μήπως συλληφθούν εγκατέλειψαν την περιοχή με τα υπάρχοντά τους και κατέφυγαν στη Νέα Υόρκη, το εμπόριο οπισθοδρόμησε.
Οι δίκες σταμάτησαν στις 3 Οκτωβρίου του 1692, με απόφαση του κυβερνήτη της Μασαχουσέτης, μετά από έφεση ομάδας κληρικών από τη Βοστόνη.
Όσοι είχαν ήδη φυλακιστεί δεν αφέθηκαν ελεύθεροι πριν από την επόμενη άνοιξη.
Το κυνήγι των μαγισσών χαρακτηρίστηκε ως μέθοδος εξάλειψης των δύσκολων γυναικών, που χρησιμοποιήθηκε από την ανδροκρατούμενη κοινωνία για να τρομοκρατήσει και να υποτάξει τις γυναίκες που είχαν δικές τους απόψεις.
Ο αμερικανός θεατρικός συγγραφέας Άρθουρ Μίλερ έγραψε το 1953 το έργο του «Η Δοκιμασία» ή «Οι Μάγισσες του Σάλεμ» αναφερόμενος στο τραγικό κυνήγι των μαγισσών το 1692 στο Σάλεμ της Μασαχουσέτης για να καταγγείλει τη δεισιδαιμονία, τις προκαταλήψεις, τον φανατισμό και την μισαλλοδοξία.
Ο Μίλερ μέσα από το έργο του κατακρίνει την καταπάτηση πολιτικών ελευθεριών και εισάγει τον όρο «κυνήγι μαγισσών» στον 20ο αιώνα.
Στον κινηματογράφο, αρκετές ταινίες έχουν εμπνευστεί από τις δίκες και τις μάγισσες στο Σάλεμ, όπως οι: «Maid of Salem (1937)», «Bell Book and Candle»(1958), «Three Sovereigns for Sarah (1985)», «Hocus Pocus» (1993).
Το 1996, σε διασκευασμένο σενάριο του αμερικανού θεατρικού συγγραφέα Άρθουρ Μίλερ βγήκε στις αίθουσες η ταινία «The Crucible» («Οι Μάγισσες του Σάλεμ»), με πρωταγωνιστές το Ντάνιελ Ντέι Λιούις και τη Γουινόνα Ράιντερ.