Αν λοιπόν το σύστημα ακολουθούσε το προεδρικό μοντέλο, το πιθανότερο είναι ότι η ‘Αγγελα Μέρκελ θα πήγαινε σήμερα για περίπατο στην εξοχή αντί να αγωνιά για το αποτέλεσμα και για το με ποιον μπορεί να αναγκαστεί αύριο να συμμαχήσει.
Πίσω από το «παραβάν», ο Γερμανός ψηφοφόρος έχει δύο σταυρούς: έναν για τον υποψήφιο της περιοχής του – η Γερμανία έχει 299 περιφέρειες – και έναν για το κόμμα της επιλογής του. Με τον πρώτο σταυρό διασφαλίζεται η αντιπροσώπευση όλων των περιφερειών στο συνολικά 598 εδρών ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο, ενώ με το όριο του 5% για να μπει ένα κόμμα στην Βουλή, στόχος είναι να αποκλείονται τα εξτρεμιστικά – συνήθως μικρά – κόμματα, όπως το φασιστικό NDP. Η δεύτερη και κρισιμότερη ψήφος δίδεται σε ένα από τα, 34 φέτος, υποψήφια κόμματα.
Τα κόμματα καταρτίζουν λίστες υποψηφίων για κάθε ένα από τα 16 ομόσπονδα κρατίδια και οι βουλευτές εκλέγονται από την κορυφή προς το τέλος της λίστας, ανάλογα με την δύναμη των κομμάτων. Το κόμμα λοιπόν με τις περισσότερες ψήφους εξασφαλίζει και τους περισσότερους βουλευτές. Το σύστημα ασφαλώς περιπλέκεται όταν δεν υπάρχει «ισορροπία» μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης ψήφου, όταν δηλαδή οι εκλέκτορες επιλέγουν δύο διαφορετικά κόμματα. Όταν ένα κόμμα εξασφαλίσει περισσότερους βουλευτές στην πρώτη ψήφο από ό,τι στην δεύτερη, αυτοί οι βουλευτές προστίθενται στο σύνολό του, με αποτέλεσμα ο αριθμός 598 για το σύνολο των μελών της Μπούντεσταγκ να αυξάνεται. Είναι χαρακτηριστικό ότι η απερχόμενη Βουλή είχε 620 βουλευτές. Το σύστημα ωφελούσε προφανώς το πρώτο κόμμα, με αποτέλεσμα το Συνταγματικό Δικαστήριο να προχωρήσει σε ρύθμιση, η οποία προβλέπει ότι, όταν κάποια κόμματα κερδίζουν επιπλέον έδρες, τα υπόλοιπα «αποζημιώνονται» και αυτά με έξτρα έδρες. Είναι χαρακτηριστικό ότι, αν ένα κόμμα εκλέξει κάποιους βουλευτές από την πρώτη σταυροδοσία αλλά δεν καταφέρει να συγκεντρώσει το 5% σε ομοσπονδιακό επίπεδο, οι βουλευτές διατηρούν την έδρα τους, αλλά συνιστούν πολιτική ομάδα και όχι κόμμα.
Κυβέρνηση σχηματίζει όποιο κόμμα συγκεντρώσει το 50%+1 του συνόλου των βουλευτών της Μπούντεσταγκ.
Το εκλογικό σύστημα καθιστά πολύ δύσκολο τον σχηματισμό μονοκομματικής κυβέρνησης. Στα τελευταία 56 χρόνια αυτό έχει συμβεί μόλις μία φορά, για αυτό και τα κόμματα σχεδόν απαιτείται να δηλώνουν κατά την προεκλογική περίοδο με ποιο από τα άλλα κόμματα σκοπεύουν να συνεργαστούν.
Λόγω των επιπλέον εδρών και του ορίου του 5%, ο καγκελάριος (δηλ. τα κόμματα που τον στηρίζουν) μπορεί να εξασφαλίσει την πλειοψηφία στην Βουλή ακόμη και με ποσοστό κάτω του 50%. Όσο λιγότερα κόμματα εξασφαλίσουν την είσοδό τους στην Βουλή, τόσο μικρότερο ποσοστό χρειάζεται ένας συνασπισμός για να σχηματίσει κυβέρνηση. Έτσι εξηγείται εν μέρει και η μεγάλη ανησυχία της κυρίας Μέρκελ για το ενδεχόμενο να λάβουν το πολυπόθητο 5% οι ευρωσκεπτικιστές της Εναλλακτικής για την Γερμανία.
Αύριο οι αρχηγοί των κομματικών συνασπισμών θα συναντηθούν προκειμένου να αποφασίσουν πώς θα κινηθούν, καθώς δεν υπάρχουν διερευνητικές εντολές. Οι διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης και την κατάρτιση της προγραμματικής συμφωνίας συνήθως διαρκούν από τέσσερις έως και οκτώ εβδομάδες. Όταν ολοκληρωθούν, η Βουλή συνεδριάζει προκειμένου να εκλέξει τον Καγκελάριο.
«Ο κοιμώμενος γίγαντας ξυπνάει», είναι το σύνθημα του «κόμματος» της αποχής, που προπαγανδίζει την περιφρόνηση προς την εκλογική διαδικασία και φαίνεται να κερδίζει όλο και μεγαλύτερη προσοχή, ιδιαίτερα στους κύκλους των διανοουμένων. Το «κόμμα» έχει ακόμη και γραφεία, με κεντρική έδρα την Κολωνία και επικεφαλής τον ιδρυτή του, τον 72χρονο Βέρνερ Πέτερς, ο οποίος διευθύνει ξενοδοχείο, γράφει βιβλία και διοργανώνει φιλοσοφικές βραδιές. Η ιδέα ξεκίνησε το 1998, αλλά μόνο τα τελευταία δύο-τρία χρόνια καταφέρνει να προσελκύσει ευρύτερο ενδιαφέρον. «Έφθασε η ώρα. Οι Γερμανοί έχουν συνειδητοποιήσει ότι τα κόμματα δεν ενδιαφέρονται για τις επιθυμίες τους, αλλά μόνο για τις επιθυμίες των μηχανισμών τους», είπε ο κ. Πέτερς πρόσφατα σε συνέντευξή του στο Spiegel.
Στην Γερμανία η προσέλευση στις κάλπες μειώνεται συστηματικά – από 82% το 1998 έφθασε στο 70.8% το 2009. Όπως και στις τελευταίες εκλογές έτσι και στις σημερινές, ο αριθμός των πολιτών οι οποίοι δεν θα ψηφίσουν αν και το δικαιούνται θα ξεπεράσει τον αριθμό εκείνων οι οποίοι θα ψηφίσουν το πρώτο κόμμα. Ήδη η εταιρεία δημοσκοπήσεων Forsa έχει προειδοποιήσει για νέο ρεκόρ αποχής, με ποσοστά προσέλευσης κάτω του 70%.
Παλιότερα οι ψηφοφόροι που απείχαν ήταν οι φτωχότεροι και εκείνοι με το χαμηλότερο επίπεδο μόρφωσης – είναι χαρακτηριστικό ότι τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι το 41% των ανέργων δεν ψηφίζει. Σε αυτούς προστίθενται τώρα οι μορφωμένοι και οι ευκατάστατοι, οι οποίοι έρχονται να απενοχοποιήσουν την μέχρι πρότινος ντροπιαστική για τους Γερμανούς αποχή. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας της εταιρείας INSA, μόλις ένα 7% δηλώνει ότι θα αντιμετωπίσει την κριτική του περιβάλλοντός του αν δεν πάει να ψηφίσει, ενώ το 57% δηλώνει ότι οι φίλοι και οι συγγενείς του αδιαφορούν για το εάν συμμετείχε ή όχι στην εκλογική διαδικασία. Πρόσφατα ο Πρόεδρος της Μπούντεσταγκ Νόρμπερτ Λάμερτ έκανε λόγο για έναν νέο τύπου «αλαζόνα της αποχής», ο οποίος δεν ζει από προνοιακά επιδόματα, δεν παραπονιέται για τις ευκαιρίες που του στέρησαν οι πολιτικοί και η κοινωνία, αλλά περνάει τον χρόνο του δίνοντας συνεντεύξεις στην τηλεόραση. Από την πλευρά του ο Γερμανός φιλόσοφος Πέτερ Σλότερντικ δήλωσε ότι δεν γνώριζε πότε ακριβώς διεξάγονται οι εκλογές. Το μήνυμα των μη-ψηφοφόρων είναι , κατά τη γνώμη του, «όλοι είναι ηλίθιοι – εκτός από μένα».
Διαβάστε
Στις κάλπες οι Γερμανοί – Οι τελευταίες εκτιμήσεις
Γερμανικές εκλογές: Η έκκληση της Μέρκελ λίγες ώρες πριν ανοίξουν οι κάλπες
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Μέρκελ: Θα πάω να ψηφίσω και μετά θα με πιάσουν τα… νεύρα μου!
Πώς βλέπουν τις γερμανικές εκλογές οι ΗΠΑ και ο αμερικανικός Τύπος
Ολόκληρη η Ευρώπη περιμένει τη νέα γερμανική κυβέρνηση