Μικρή άνοδο σημείωσε την Τρίτη (15.10.2019) η τουρκική λίρα αφού η Ουάσινγκτον επέβαλε πιο περιορισμένες από τις αναμενόμενες κυρώσεις αναφορικά με τη στρατιωτική επιχείρηση της Άγκυρας στη Συρία.
Οι ηπιότερες κυρώσεις της κυβέρνησης Τραμπ προσέφεραν κάποια ανακούφιση στην τουρκική αγορά, ωστόσο οι χρηματιστές φοβούνται ότι μπορεί να ακολουθήσουν σοβαρότερες επιπτώσεις.
Οι τουρκικές μετοχές και τα ομόλογα έκαναν ράλι ύστερα από μια εβδομάδα πιέσεων, καθώς επενδυτές σημείωσαν ότι οι αμερικανικές κυρώσεις δεν επεκτείνονται στις τραπεζικές και χρηματοπιστωτικές αγορές, παρόλο που στοχοποιούν κάποια υπουργεία και κυβερνητικούς αξιωματούχους.
Το κλίμα ευφορίας ήταν, παρ’ όλα αυτά, περιορισμένο, καθώς η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία Volkswagen ανακοίνωσε ότι αναβάλλει την τελική απόφαση αναφορικά με την κατασκευή εργοστασίου στην Τουρκία, επικαλούμενη ανησυχίες με τις “τρέχουσες εξελίξεις” ύστερα από την διεθνή καταδίκη της στρατιωτικής επέμβασης στη Συρία.
Νωρίτερα η λίρα έκανε ράλι έως 0,7% πριν χάσει και πάλι το μεγαλύτερο μέρος των κερδών της. Στις 12:44 ώρα Ελλάδας, η ισοτιμία της διαμορφώθηκε στις 5,9150 λίρες έναντι του δολαρίου, σημειώνοντας άνοδο μόλις 0,2% από την χθεσινή τιμή κλεισίματος των 5,9270.
“Οι κυρώσεις δεν συνδέονται με τον τραπεζικό τομέα, άρα οι αγορές έχουν μια θετική αντίδραση και μπορούμε να δούμε κάποια κίνηση στην αντίθετη κατεύθυνση από χθες”, δήλωσε ο Τζεμ Τοζγκέ, διευθυντής διαχείρισης κεφαλαίων στην Ata Invest.
Ωστόσο, οι ολοένα και πιο τεταμένες σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας θα συνεχίσουν να επιβαρύνουν το κλίμα, δήλωσε. “Η πίεση θα χαλαρώσει κάπως, αλλά η στρατιωτική επιχείρηση συνεχίζεται και όσο συνεχίζονται και οι αρνητικές ειδήσεις διεθνώς, δεν μπορούμε να περιμένουμε γρήγορη ανατίμηση της λίρας”.
Ο γενικός δείκτης του τουρκικού χρηματιστηρίου BIST100 σημείωσε νωρίτερα άνοδο 1,3% ενώ τα κρατικά ομόλογα με νόμισμα αναφοράς το δολάριο και ιδιαίτερα οι μακροπρόθεσμοι τίτλοι έκαναν ράλι, σύμφωνα με τα στοιχεία του Tradeweb.
Συρία: Το επικοινωνιακό τρικ του Ντόναλντ Τραμπ και το “σήμα” στους τζιχαντιστές
Οι ραγδαίες εξελίξεις στο μέτωπο της βορειοανατολικής Συρίας και διαρκώς επιδεινούμενη επιθετικότητα της Άγκυρας σε όλα τα επίπεδα, προκάλεσαν την αντίδραση του Ντόναλντ Τραμπ ο οποίος ανακοίνωσε κυρώσεις κατά της Τουρκίας.
Σύμφωνα ωστόσο με τους αναλυτές, η κίνηση του Αμερικανού Προέδρου δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα επικοινωνιακό τρικ προκειμένου να κατευνάσει τις αντιδράσεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ.
Όπως εξηγεί στο newsit.gr ο Δρ. Διεθνών Σχέσεων στο Κέντρο Μεσογειακών, Μεσανατολικών & Ισλαμικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Ηλίας Τασόπουλος, “αυτές οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν θα μπορούσε να πει κανείς με μια δόση υπερβολής, ότι ήταν μάλλον ευχάριστες για τον Ερντογάν, υπό την έννοια ότι από εκεί που υπήρχε η απειλή ότι ο Τραμπ θα καταστρέψει την τουρκική Οικονομία, τελικά φαίνεται πως τα μέτρα που παίρνει είναι πάρα πολύ ελαφριά, δεν στρέφονται εναντίον του Ερντογάν και δίνουν σήμα ότι η αντίδραση των ΗΠΑ έγινε μόνο και μόνο για κατευνάσει ο Τραμπ τις αντιδράσεις στο εσωτερικό του”.
Πράγματι, εκείνο που στην προκειμένη περίπτωση έχει μεγαλύτερη σημασία, είναι η απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να αποσύρει τα στρατεύματά του από τη βορειοανατολική Συρία. Όπως λέει ο Ηλίας Τασόπουλος “η απόφαση Τραμπ για απόσυρση των στρατευμάτων του ήταν κάτι που ζητούσε από καιρό ο Ερντογάν, ο οποίος ουσιαστικά πέτυχε τον σκοπό του.
Τα στρατεύματα αυτά ήταν στην πραγματικότητα τα μόνα που μπορούσαν να σταματήσουν τον Τούρκο Πρόεδρο, δεδομένου ότι δεν θα μπορούσε να συγκρουστεί με κάποιον σύμμαχό του όπως οι ΗΠΑ. Από τη στιγμή που έφυγαν οι Αμερικάνοι, οι σύμμαχοί του δηλαδή, δεν μπορεί να τον σταματήσει κανείς. Αυτό φαίνεται και από τη συνθηκολόγηση των Κούρδων με τον Άσαντ ο οποίος επί χρόνια τους στερούσε βασικά ανθρώπινα δικαιώματα”, αναφέρει ο Ηλίας Τασόπουλος.
Οι επιδιώξεις της Άγκυρας
Σύμφωνα με τον κ. Τασόπουλο η Άγκυρα επιδιώκει τον πλήρη έλεγχο της βορειοανατολικής Συρίας. “Η Τουρκία φαίνεται στην προκειμένη περίπτωση να θέλει να εκτουρκίσει πλήρως τα συριακά εδάφη στα οποία έχει εισβάλει. Θέλει να ελέγξει πλήρως την περιοχή και να κάνει εκεί και με τους δικούς του όρους τη μετεγκατάσταση των προσφύγων που βρίσκονται αυτή τη στιγμή στην Τουρκία”, λέει και συμπληρώνει ότι ο Σύρος Πρόεδρος Μπασάρ Αλ Άσαντ αντιμετωπίζει ως μεγάλο κίνδυνο την Τουρκία αφού, δεδομένης και της διαφαινόμενης επικράτησής του στον εμφύλιο που ταλάνισε επί χρόνια τη χώρα του, ανησυχεί πια μήπως χάσει τμήματα της εδαφικής του επικράτειας.
“Ο Άσαντ ουσιαστικά καταλαβαίνει ότι θα είναι πολύ δύσκολο να φύγει από εκεί ο τουρκικός Στρατός. Γι’ αυτό και παρότι είναι αποδυναμωμένος μετά τον εμφύλιο, μεταφέρει εκεί τις δυνάμεις τους, ώστε να δείξει πόσο σημαντική είναι γι’ αυτόν η περιοχή. Και βέβαια έχει πετύχει μια μεγάλη νίκη με τη συνθηκολόγηση των Κούρδων”, επισημαίνει ο κ. Τασόπουλος.
Ταυτόχρονα βέβαια, την επιρροή της στην περιοχή να αυξάνεται βλέπει και η Ρωσία. Κατά τον Ηλία Τασόπουλο, η Μόσχα είναι ο βασικός παίκτης ειδικά από τη στιγμή που οι ΗΠΑ δεν θα έχουν λόγο για το τι θα γίνει στην περιοχή. Όπως εξηγεί ο ίδιος, “μια βασική επιδίωξη της Μόσχας στη Συρία έχει επιτευχθεί. Θα είναι εκεί την επόμενη ημέρα και θα έχει μεγάλη επιρροή στις εξελίξεις”.
“Σήμα” ΗΠΑ στους εξτρεμιστές
Ένα από τα μείζονα ερωτήματα μετά την επίθεση της Άγκυρας στη γειτονική της χώρα, είναι το κατά πόσον μπορεί να αναβιώσει το Ισλαμικό Κράτος. Σύμφωνα με τους αναλυτές, αυτό δύσκολα θα συνέβαινε, αφού το Χαλιφάτο έχει αποδυναμωθεί σε σημαντικό βαθμό.
“Είναι αδύνατον να προβλέψουμε τι θα γίνει, αλλά δεν είναι ιδιαίτερα ορατό το ενδεχόμενο της αναβίωσής του”, εκτιμά ο κ. Τασόπουλος κρούοντας όμως και τον κώδωνα του κινδύνου αφού η περιοχή στην οποία επεμβαίνει η Τουρκία είναι διαχρονικά θύλακας τέτοιων εξτρεμιστικών περιπτώσεων.
“Εδώ αμφισβητείται η ίδια η αξιοπιστία της διεθνούς κοινότητας, υπό την έννοια ότι οι βασικοί σύμμαχοι των ΗΠΑ που έλεγξαν το Ισλαμικό Κράτος, εγκαταλείπονται στην τύχη τους και δίνεται ένα σήμα ότι η παρουσία της Ουάσινγκτον είναι περιστασιακή”, λέει ο καθηγητής, τονίζοντας ότι “αυτό δίνει ένα σήμα σε οποιονδήποτε έχει βλέψεις να ανασυστήσει κάποια ριζοσπαστική – εξτρεμιστική οργάνωση”.