Σε κατηφόρα χωρίς σταματημό βρίσκεται η τουρκική λίρα, καθώς έπεσε πάλι χθες Τρίτη (23.11.2021) σε ιστορικά επίπεδα, ως συνέπεια της νομισματικής πολιτικής που εφαρμόζει ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν που υπεραμύνεται της μείωσης των επιτοκίων παρά τον πληθωρισμό που καλπάζει και την αντίθεση των αγορών.
Η τουρκική λίρα έχει χάσει πάνω από το 43% της αξίας του έναντι του δολαρίου από τις αρχές του έτους και οι παρατηρητές φοβούνται ότι η πτώση μπορεί να συνεχιστεί και άλλο. Πώς κατέρρευσε και ποιες είναι οι συνέπειες στον τραπεζικό κλάδο της χώρας, την ώρα που ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θέλει ανάπτυξη με κάθε κόστος;
Η κατάρρευση
Σε αντίθεση με τις κλασικές οικονομικές θεωρίες, ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, πιστεύει ότι τα υψηλά επιτόκια ευνοούν τον πληθωρισμό.
Ακολουθώντας τις επιθυμίες του προέδρου, η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας –επισήμως ανεξάρτητη—μείωσε εκ νέου το βασικό επιτόκιο την περασμένη εβδομάδα (από το 16% στο 15%) για τρίτη φορά μέσα σε λιγότερο από δύο μήνες, κάτω από το επίπεδο του πληθωρισμού που πλησιάζει το 20% σε ετήσια βάση.
Αλλά σε πτώση της λίρας έχουν οδηγήσει και οι ενέργειες του Ερντογάν, ο οποίος έχει αποπέμψει από τον Ιούλιο του 2019 τρεις διοικητές της κεντρικής τράπεζας και έχει αντικαταστήσει τον υπουργό Οικονομικών του δύο φορές από τον Νοέμβριο του 2020.
Ο πρόεδρος Ερντογάν απορρίπτει, ωστόσο, κάθε ευθύνη για την πτώση της λίρας: «Απορρίπτω πολιτικές που θα καταδικάσουν τον λαό μας στην ανεργία, την πείνα και τη φτώχεια», δήλωσε τη Δευτέρα για να δικαιολογήσει την πολιτική του για ανάπτυξη με κάθε κόστος.
Οι συνέπειες
Οι συνέπειες επηρεάζουν τις τράπεζες, με την κατάστασή τους να προκαλεί ανησυχία ενώ παράλληλα αρκετοί παρατηρητές εκτιμούν ότι ο τουρκικός τραπεζικός κλάδος είναι ισχυρότερος μετά την οικονομική κρίση του 2001.
«Ο κίνδυνος είναι ότι η λίρα θα υποστεί νέες βίαιες πτώσεις και θα προκαλέσει προβλήματα στον τραπεζικό κλάδο. Μια πιστωτική κρίση μπορεί να ακολουθήσει και θα αυτό θα βαρύνει σημαντικά στην οικονομική δραστηριότητα», είπε ο Τζέισον Τάβεϊ, αναλυτής της Capital Economics.
«Μια σημαντική απειλή βρίσκεται επίσης στις καταθέσεις ξένου συναλλάγματος. Η ένδειξη αύξησης στα αιτήματα για ανάληψη μπορεί να προκαλέσει στροφή προς πιο επιθετικές μορφές ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων», προσθέτει ο οικονομολόγος, ειδικός στις αναδυόμενες αγορές. Πάνω από τις μισές καταθέσεις στις τουρκικές τράπεζες είναι σε ξένο συνάλλαγμα, κυρίως σε δολάρια.
Η πτώση της λίρας τροφοδοτεί επίσης τον πληθωρισμό, καθώς η Τουρκία εξαρτάται ιδιαίτερα από τις εισαγωγές, κυρίως για την ενέργεια και τις πρώτες ύλες. Μάλιστα, τον Οκτώβριο, ο επίσημος ετήσιος πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 19,89%, ένα επίπεδο 4 φορές υψηλότερο από τον αρχικό στόχο της κυβέρνησης.
Δεκαοκτώ μήνες πριν από την επόμενη προεδρική θητεία, μια συνεχής επιδείνωση της οικονομίας μπορεί να πλήξει τη δημοτικότητα του προέδρου Ερντογάν, ο οποίος έχει οικοδομήσει τις εκλογικές του νίκες τις δύο τελευταίες δεκαετίες σε υποσχέσεις για ευημερία.
Οι επιδιώξεις του Ερντογάν
Ο πρόεδρος Ερντογάν φαίνεται να στοιχηματίζει σε ανάπτυξη με κάθε κόστος (η τουρκική οικονομία αναμένεται να αναπτυχθεί με ρυθμό 9% το 2021 και 3,5% το 2022) και να απορρίπτει τους φόβους για νομισματική κρίση, λέγοντας ότι η κυβέρνηση «ενθαρρύνει τις επενδύσεις, την παραγωγή και τις εξαγωγές».
Κατά τη διάρκεια της νομισματικής κρίσης του 2018, η κεντρική τράπεζα είχε αυξήσει σημαντικά το βασικό της επιτόκιο, αλλά μια τέτοια πιθανότητα φαίνεται σήμερα μικρή, καθώς ο αρχηγός του κράτους φαίνεται περισσότερο αποφασισμένος από ποτέ να διατηρήσει τα επιτόκια χαμηλά.
Ορισμένοι ειδικοί εκτιμούν ότι ο πρόεδρος επιδιώκει έτσι να ενισχύσει την ελκυστικότητα της Τουρκίας και να ενθαρρύνει τις ξένες εταιρίες να μεταφέρουν την παραγωγή τους στη χώρα, λόγω του χαμηλού εργατικού κόστους. Ο κατώτατος καθαρός μηνιαίος μισθός στην Τουρκία (2.825,90 λίρες) ισοδυναμούσε την 1η Ιανουαρίου με περίπου 380 δολάρια. Σήμερα δεν άξιζε πάνω από 222.
«Έως πρόσφατα, οι ‘στόχοι του 2023’ της ομάδας τους Ερντογάν περιελάμβαναν τη μετατροπή σε μια μεταβιομηχανική δύναμη και σε ηγέτη υψηλής τεχνολογίας. Σήμερα αφορούν το να γίνει η Τουρκία πηγή πολύ φθηνού εργατικού δυναμικού», σχολίασε στο Twitter ο Τιμούρ Κουράν, καθηγητής Οικονομικών στο πανεπιστήμιο Duke (ΗΠΑ).
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ