Η ακροδεξιά Τζόρτζια Μελόνι επιβεβαίωσε τον τίτλο της ως το αδιαφιλονίκητο φαβορί καθώς θα γίνει η επόμενη πρωθυπουργός της Ιταλίας μετά το πέρας των χθεσινών (25.9.2022) εκλογών. Για να το καταφέρει αυτό, «περπάτησε» σε μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στο να διατηρήσει την πολιτική της ταυτότητα αλλά και να πείσει τους σκεπτικιστές της ότι ο φασισμός αποτελεί παρελθόν.
Η Τζόρτζια Μελόνι είναι γνωστή για τα κρεσέντο βαρύγδουπων δηλώσεων υπέρ της Ιταλίας και κατά των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ+, της ΕΕ και των παράνομων μεταναστών. Ωστόσο, πολλοί θα μπορούσαν να τη χαρακτηρίσουν ως… διχασμένη προσωπικότητα, αν αναλογιστεί κανείς την αποκάλυψη των New York Times για μια δήλωσή της off the record.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Μετά από μια προεκλογική συγκέντρωση υψηλών ντεσιμπέλ στη Σαρδηνία, η Τζόρτζια Μελόνι έπινε ένα κοκτέιλ και κάπνιζε ένα τσιγάρο, όταν τη ρώτησαν αν πιστεύει ότι ο Μπενίτο Μουσολίνι, τον πολιτικό που έχει δηλώσει ότι θαυμάζει από νεαρή ηλικία, ήταν κακός για την Ιταλία και διαβολικός για τον υπόλοιπο κόσμο.
Ένα σκέτο και χαμηλόφωνο «ναι» ήταν η απάντησή της και αποκαλύπτει τον διχασμό που καλείται να αντιμετωπίσει εφόσον αναλάβει τα ηνία της Ιταλίας και γίνει η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της χώρας και, επίσης, η πρώτη ακροδεξιά πρωθυπουργός μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Μπορεί αυτό το κατόρθωμα να φαινόταν αδιανόητο, αφού το 2018 το κόμμα της «Fratelli d’ Italia» συγκέντρωσε ποσοστό – μόλις – 4%, αρκετό βέβαια για να μπει στη Βουλή. Όμως, ο νέος εκλογικός νόμος και οι δικές της κινήσεις αποδεικνύονται «θαυματουργές», με αποτέλεσμα να βγει πρώτη στα exit polls που ανακοινώθηκαν τα μεσάνυχτα της Κυριακής (ώρα Ελλάδας).
Προβληματισμός στην Ευρώπη
Ο συνασπισμός που κερδίζει – μέχρι στιγμής – τις εκλογές, στέλνει αντιφατικά μηνύματα, που ανησυχούν την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Από τη μια, η Τζόρτζια Μελόνι παρουσιάζεται φιλοατλαντική, ενώ από την άλλη ο Σαλβίνι και ο Μπερλουσκόνι παρουσιάζονται αρκετά ανεκτικοί απέναντι στον πρόεδρο της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν.
Όσον αφορά το κράτος δικαίου, τις θεμελιώδεις ελευθερίες, τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ, την ισότητα των φύλων, ή ακόμα τη μετανάστευση, η Ρώμη θα βρεθεί αναμφίβολα πιο κοντά στις θέσεις της Ουγγαρίας ή της Πολωνίας, κρίνοντας από τις προεκλογικές δηλώσεις της Μελόνι.
Το ερώτημα για τις Βρυξέλλες είναι αν θα είναι δυνατή η ανάπτυξη εποικοδομητικής συνεργασίας με τέτοια κυβέρνηση ή αν θα εκδηλωθούν εντάσεις σε κρίσιμα ζητήματα, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας, η ενέργεια, η οικονομία, το μεταναστευτικό, τα ατομικά δικαιώματα και οι ελευθερίες.
Μεταξύ άλλων, τις Βρυξέλλες ανησυχεί το ότι η Τζόρτζια Μελόνι έχει ήδη ανακοινώσει ότι επιθυμεί να επαναδιαπραγματευτεί μέρος των όρων που συνοδεύουν το ιταλικό σχέδιο ανάκαμψης, συνολικού ύψους 191,5 δισεκ. ευρώ – πρόκειται για το μεγαλύτερο ποσό που έχει δοθεί σε οποιαδήποτε χώρα μέλος της ΕΕ από το Ταμείο Ανάκαμψης (NextGenerationEU).
Όμως τα περιθώρια για διαπραγμάτευση είναι στενά και κανείς στους ευρωπαϊκούς θεσμούς δεν θα ήθελε να δει να παγώνουν οι μεταρρυθμίσεις που έθεσε σε εφαρμογή ο απερχόμενος Ιταλός πρωθυπουργός, Μάριο Ντράγκι. Εξάλλου, με χρέος πάνω από το 150% του ΑΕΠ της, η Ιταλία δεν έχει περιθώρια για ελιγμούς.
Το μήνυμα της Κομισιόν
Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν έστειλε κατηγορηματικό, αν και κάπως άκομψο, μήνυμα από το Πανεπιστήμιο του Πρίνστον: «Θα συνεργαστούμε με οποιαδήποτε δημοκρατική κυβέρνηση θέλει να συνεργαστεί μαζί μας», όμως «αν τα πράγματα πάνε στραβά, έχουμε τα εργαλεία» για να αντιδράσουμε, δήλωσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Η επικεφαλής της Κομισιόν έφερε ως παράδειγμα την Πολωνία και την Ουγγαρία, δύο χώρες που «τιμωρήθηκαν» με το πάγωμα κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Όπως συμβαίνει πάντα, και αυτή τη φορά οι Βρυξέλλες θα αναμείνουν τα πρώτα δείγματα γραφής της επόμενης ιταλικής κυβέρνησης.
«Θα δούμε το αποτέλεσμα των εκλογών» είπε η πρόεδρος της Κομισιόν.
Η μάλλον απροσδόκητη παρέμβαση της φον ντερ Λάιεν, η οποία από την αρχή της θητείας της δεν είχε εκφραστεί ποτέ τόσο ξεκάθαρα πριν από εκλογές, αν μη τι άλλο πιστοποιεί πόσο έντονος προβληματισμός επικρατεί στα ανώτατα επίπεδα των ευρωπαϊκών θεσμών και τη βούληση των Βρυξελλών να σταλεί σαφές μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση.