Έπειτα από μια πρώτη αποτυχία, οι ΗΠΑ καταβάλουν μία ακόμη προσπάθεια να εκδοθεί στη χώρα ο Τζούλιαν Ασάνζ, με τη βρετανική δικαιοσύνη να εξετάζει από σήμερα την έφεση που άσκησαν οι αμερικανικές αρχές στην άρνηση έκδοσης του ιδρυτή των WikiLeaks.
Έπειτα από επτά χρόνια που πέρασε κλεισμένος στην πρεσβεία του Εκουαδόρ στο Λονδίνο και δυόμισι χρόνια στη φυλακή υψίστης ασφαλείας Μπέλμαρς, ο 50χρονος Τζούλιαν Ασάνζ έκανε ένα σημαντικό βήμα προς την ελευθερία τον Ιανουάριο.
Η Βρετανίδα δικαστής Βανέσα Μπαρέιτσερ απέρριψε το αίτημα της Ουάσινγκτον να εκδοθεί ο Ασάνζ στις ΗΠΑ -όπου κινδυνεύει να καταδικαστεί σε 175 χρόνια κάθειρξη για τη διαρροή απόρρητων εγγράφων, μια υπόθεση την οποία οι υπερασπιστές του έχουν χαρακτηρίσει πολιτική και επίθεση κατά της ελευθερίας της έκφρασης -, εκτιμώντας ότι υπάρχει κίνδυνος να αυτοκτονήσει.
Όμως η Ουάσινγκτον άσκησε έφεση στην απόφαση αμφισβητώντας κυρίως την αξιοπιστία ενός ειδικού που κατέθεσε υπέρ του Ασάνζ και σχετικά με την ευαίσθητη ψυχική του υγεία.
Ο ψυχίατρος Μάικλ Κόπελμαν έχει παραδεχθεί ότι απέκρυψε από τη δικαιοσύνη το γεγονός ότι ο πελάτης του έγινε πατέρας δύο φορές το διάστημα που βρισκόταν κλεισμένος στην πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο.
Η έφεση θα εκδικαστεί σήμερα και αύριο. Εφόσον απορριφθεί, η Ουάσινγκτον θα μπορεί πλέον να προσφύγει μόνο στο Ανώτατο Βρετανικό Δικαστήριο, το οποίο όμως δεν είναι βέβαιο ότι θα δεχθεί να εξετάσει την προσφυγή των ΗΠΑ.
Σε περίπτωση νίκης, η υπόθεση δεν θα κλείσει καθώς άλλο δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει τη βάση της απόφασης.
«Είναι Σε πολύ άσχημη κατάσταση»
Ο Ασάνζ συνελήφθη από τη βρετανική αστυνομία τον Απρίλιο του 2019 αφού πέρασε επτά χρόνια κλεισμένος στην πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο, όπου είχε καταφύγει όταν αφέθηκε ελεύθερος υπό όρους. Φοβόταν ότι θα εκδοθεί στις ΗΠΑ ή τη Σουηδία, όπου οι κατηγορίες εναντίον του για βιασμό εγκαταλείφθηκαν.
Ο Αυστραλός, τον οποίο στηρίζουν πολλές οργανώσεις υπεράσπισης της ελευθερίας του Τύπου, κινδυνεύει να καταδικαστεί στις ΗΠΑ σε 175 χρόνια κάθειρξη επειδή από το 2010 διέρρευσαν στο WikiLeaks περισσότερα από 700.000 διαβαθμισμένα έγγραφα, στρατιωτικά και διπλωματικά, που αφορούσαν κυρίως τον πόλεμο στο Ιράκ και το Αφγανιστάν.
Σύμφωνα με τη σύντροφό του Στέλα Μόρις, η οποία τον επισκέφθηκε το Σάββατο στη φυλακή, ο Ασάνζ «είναι σε πολύ άσχημη κατάσταση». «Ο Τζούλιαν δεν θα επιβιώσει μιας έκδοσης, αυτό ήταν και το συμπέρασμα της δικαστού» τον Ιανουάριο, δήλωσε.
«Ο Τζούλιαν θέλει να μπορέσει να επιστρέψει στην Αυστραλία, να δει την οικογένειά του, τη μητέρα του την οποία δεν έχει δει εδώ και οκτώ χρόνια», πρόσθεσε η ίδια, αναγνωρίζοντας ωστόσο ότι κάτι τέτοιο θα είναι δύσκολο διότι «η Αυστραλία δεν έκανε τίποτα για να εγγυηθεί την ασφάλειά του».
Σύμφωνα με τον διευθυντή των WikiLeaks Κρίστιν Χράφσον, είναι «αδιανόητο» το Ανώτατο Δικαστήριο του Λονδίνου να λάβει οποιαδήποτε άλλη απόφαση πέραν της επικύρωσης της άρνησης έκδοσης του Ασάνζ στις ΗΠΑ.
Οργανώσεις ζητούν από τις ΗΠΑ να τον αφήσουν
Πολλές οργανώσεις προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ελευθερίας του Τύπου —ανάμεσά τους η Διεθνής Αμνηστία, το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (HRW) και οι Δημοσιογράφοι χωρίς Σύνορα (RSF)—«βαθιά ανήσυχες» είχαν ζητήσει στα μέσα Οκτωβρίου με ανοικτή επιστολή τους προς τον Αμερικανό υπουργό Δικαιοσύνης να εγκαταλείψει τις κατηγορίες εναντίον του Ασάνζ.
Η διαδικασία εναντίον του Ασάνζ είχε ξεκινήσει στη διάρκεια της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ. Τώρα που τον διαδέχθηκε ο Δημοκρατικός Τζο Μπάιντεν, «ο υπουργός Δικαιοσύνης του θα μπορούσε να αποφασίσει να ακυρώσει την απόφαση να απαγγελθούν κατηγορίες εναντίον του Ασάνζ και να ζητηθεί η έκδοσή του», εξήγησε ο Καρλ Τομπίας, ειδικός στο αμερικανικό δίκαιο.
Όμως δεν φαίνεται να συμβαίνει αυτό, σημειώνει ο ίδιος, κάτι που καταδεικνύει, όπως επισημαίνει, ότι οι ΗΠΑ «ίσως να τον θεωρούν μια μόνιμη απειλή για την ασφάλειά τους».
Η διευθύντρια διεθνών εκστρατειών των RSF Ρεμπέκα Βίνσεντ εκτίμησε ότι ο Δημοκρατικός πρόεδρος έχασε την ευκαιρία «να πάρει αποστάσεις από τους προκατόχους του».
«Οι ΗΠΑ φαίνονται αποφασισμένες να συνεχίσουν αυτόν τον δρόμο, όμως δεν είναι ο μοναδικός», τόνισε μιλώντας σε δημοσιογράφους. «Αυτό πρέπει να σταματήσει».