Συγκεκριμένα η έκθεση της Unisef αναφέρει πως οι περισσότεροι θάνατοι της περασμένη χρονιά (5,4 εκατομμύρια παιδιά), αφορούσαν παιδιά κάτω των 5 ετών, ενώ τα μωρά που γεννήθηκαν σε χώρες της υποσαχάριας Αφρικής ή της Νότιας Ασίας είχαν εννέα φορές περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν σε σχέση με εκείνα που γεννήθηκαν σε πιο πλούσιες χώρες.
“Εκατομμύρια βρέφη και παιδιά δεν θα έπρεπε να εξακολουθούν να πεθαίνουν κάθε χρόνο λόγω της έλλειψης πρόσβασης στο νερό, σε εγκαταστάσεις υγιεινής, σε σωστή διατροφή ή σε βασικές υπηρεσίες υγείας”, δήλωσε η δρ Σιμελέλα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ).
“Έχουμε σημειώσει σημαντική πρόοδο σώζοντας παιδικές ζωές από το 1990, αλλά εκατομμύρια παιδιά εξακολουθούν να πεθαίνουν εξαιτίας της καταγωγής τους και του τόπου γέννησής τους”, δήλωσε ο Λόρενς Τσάντι, ο διευθυντής δεδομένων και έρευνας για την Unisef και τόνισε πως “με απλές λύσεις όπως φάρμακα, πόσιμο νερό, ηλεκτροδότηση και εμβόλια, μπορούμε να αλλάξουμε αυτή την πραγματικότητα για κάθε παιδί “.
Ο αριθμός των παιδιών που χάνονται από ασθένειες που θα μπορούσαν να είχαν προληφθεί αλλά και από συνθήκες ακραίας φτώχειας έχουν μειωθεί αισθητά απο τα 12,6 εκατομμύρια το 1990 και τα 11,5 εκατομμύρια παιδιά το 2000, χρονιά που οι χώρες ξεκίνησαν τους Αναπτυξιακούς Στόχους της Χιλιετίας των Ηνωμένων Εθνών, με σκοπό τον τερματισμό της ακραίας φτώχειας.
Τα Ηνωμένα Έθνη το 2015 αντικατέστησαν τους Αναπτυξιακούς Στόχους της Χιλιετίας με τους 17 Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης, που έθεσαν ως διορία το 2030 για τον τερματισμό της φτώχειας, την ανισότητα και άλλες παγκόσμιες κρίσεις, προωθώντας ταυτόχρονα πρωτοβουλίες όπως η βιώσιμη ενέργεια.
Ωστόσο, ο ΟΗΕ ανακοίνωσε τον περασμένο χρόνο ότι μέχρι στιγμής η πρόοδος είναι πολύ αργή για να επιτευχθούν οι στόχοι, κυρίως εξαιτίας της βίας περιλαμβανομένου του πολέμου.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ