- Τον τρόμο που ζουν οι όμηροι πριν τελικά αποκεφαλιστούν περιγράφουν όσοι κατάφεραν να απελευθερωθούν - Οι ερωτήσεις των τζιχαντιστών που γέμισαν τον Τζέιμς Φόλεϊ ελπίδες πως δεν θα εκτελούνταν - Πως ανάγκαζαν τους ομήρους να στρέφονται ο ένας κατά του άλλου ή να ασπάζονται στο Ισλάμ - Κρέμασαν τον Φόλεϊ ανάποδα από το ταβάνι και τον άφησαν εκεί
Η λέξη τζιχαντιστής έχει γίνει πια συνώνυμο της αγριότητας και του τρόμου. Η φράση Ισλαμικό Κράτος φέρνει στο μυαλό βιαιότητες και ασέβεια στην ανθρώπινη ζωή. Είναι το φίδι που έτρεφε για χρόνια στις χώρες της Μέσης Ανατολής η Δύση και τώρα “ξύπνησε” για να τη δαγκώσει.
Τα πρώτα θύματα ήταν εκείνοι που πιάστηκαν όμηροι, πριν καν ακόμη γιγαντωθεί το τέρας που ονομάζεται Ισλαμικό Κράτος. Όταν άρχισαν οι δημόσιοι αποκεφαλισμοί, με πρώτο τον Αμερικανό δημοσιογράφο Τζέιμς Φόλεϊ, ήταν πια αργά. Και τα δάκρυα που ακολούθησαν ήταν μόνο κροκοδείλια.
Οι New York Times, μέσα από τις μαρτυρίες εκείνων που ήταν τυχεροί και απελευθερώθηκαν (αλλά θα ζήσουν πάντα με τον εφιάλτη πως δεν θα ξεχάσουν), αποκαλύπτουν το νοσηρό παιχνίδι που παίζουν τζιχαντιστές στα θύματά τους.
Όχι τόσο για τον τρόπο με τον οποίο τους απαγάγουν αλλά για τα όσα ακολουθούν. Πως χωρίς ιερό ούτε όσιο τους δίνουν ελπίδες πως θα τους χαρίσουν τη ζωή, πως θα αφεθούν ελεύθεροι να γυρίσουν στις οικογένειές τους, πως τους “αναγκάζουν” να ασπαστούν το Ισλάμ (όπως ο Φόλεϊ λίγο μετά την απαγωγή του, όταν πήρε το όνομα Αμπού Χαμζά) με την ελπίδα πως θα σωθούν, πως τους βάζουν να υποπτεύονται τους συγκρατούμενούς τους, τη μοναδική οικογένεια που έχουν από τη στιγμή της απαγωγής τους.
Ήταν Νοέμβριος του 2012 όταν ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τζέιμς Φόλεϊ και ο Βρετανός φωτορεπόρτερ Τζον Κάντλι απείχαν μόλις 40 μίλια από το να περάσουν από την Συρία στην Τουρκία. Αλλά ο Φόλεϊ αποφάσισε να κάνουν μια στάση σε ένα ίντερνετ καφέ για να στείλουν το υλικό τους.
Λίγους μήνες νωρίτερα, 12 μίλια έξω από την Μπινές, ο Κάντλι είχε απαχθεί. Είχε επιχειρήσει να δραπετεύσει αλλά τον έπιασαν ξανά μέχρι που μερικές μέρες μετά τον άφησαν ελεύθερο μετά από παρέμβαση μετριοπαθών ανταρτών.
Φόλεϊ και Κάντλι “ανέβαζαν” το υλικό τους όταν στο καφέ μπήκε ένας άνδρας. «Είχε παχύ μούσι» περιγράφει ο Μουσταφά Αλί, ο Σύρος μεταφραστής τους. Θυμάται ακόμη το σατανικό του βλέμμα. Δεν μίλησε. Δεν είπε τίποτα. Κάθισε για ένα λεπτό στον υπολογιστή και έφυγε. «Δεν ήταν Σύρος. Έμοιαζε με κάποιον που κατάγεται από τον Κόλπο» είπε ο Αλί.
Σχεδόν μια ώρα μετά, κάλεσαν ταξί για να τους μεταφέρει στα σύνορα με την Τουρκία. Δεν έφτασαν ποτέ.
Οπλισμένοι άνδρες σταμάτησαν το ταξί, διέταξαν στα αραβικά (αλλά με ξένη προφορά) τους δυο άνδρες να πέσουν στο πεζοδρόμιο, τους έβαλαν χειροπέδες και τους πήραν με τη βία. Δεν μίλησαν για Ισλαμικό Κράτος. Γιατί πολύ απλά, τότε, στις 22 Νοεμβρίου του 2012, το Ισλαμικό Κράτος δεν υπήρχε. Άφησαν τον Άλι στην άκρη του δρόμου. «Αν μας ακολουθήσεις, θα σε σκοτώσουμε» του είπαν.
Τους επόμενους 14 μήνες 23 ξένοι, οι περισσότεροι δημοσιογράφοι ή εργαζόμενοι σε ανθρωπιστικές οργανώσεις, έπεσαν σε παρόμοιες παγίδες. Οι τζιχαντιστές εντόπιζαν τα θύματά τους μέσω των ντόπιων που οι ξένοι προσλάμβαναν για να τους βοηθήσουν, όπως ο Μουσταφά Άλι ή ο Γιουσέφ Αμπομπακέρ.
Ο Αμπομπακέρ, Σύρος μεταφραστής, ήταν εκείνος που πήρε τον Στίβεν Σότλοφ για να τον μεταφέρει στα ενδότερα της Συρίας. Ήταν 4 Αυγούστου 2013. «Είχαμε οδηγήσει 20 λεπτά όταν είδα τρία αυτοκίνητα να μας κλείνουν το δρόμο. Πρέπει να είχαν κάποιον στα σύνορα και να μας είδαν», είπε.
Καθημερινά, οι απαγωγές πλήθαιναν. Τα σημεία ελέγχου έγιναν παγίδες. Τον περασμένο Οκτώβριο, κάπως έτσι απήχθη ο 25χρονος Πίτερ Κάσιγκ. Ήταν κι εκείνος ανάμεσα στους ομήρους που ασπάστηκαν το Ισλάμ και πήρε το όνομα Αμπντού Ραχμάν. Τον Δεκέμβριο ο Άλαν Χένινγκ, ο Βρετανός οδηγός ταξί που έδωσε όλες τις οικονομίες του για να αγοράσει ένα μεταχειρισμένο ασθενοφόρο και να πάει στη Συρία πρώτες βοήθειες. Απήχθη μισή ώρα αφού πέρασε στη Συρία.
Η τελευταία απαγωγή ήταν πέντε εργαζομένων στους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, τον Ιανουάριο.
Οι τζιχαντιστές έπαιρναν τους ομήρους έναν έναν από το κελί τους. Στους έβαζαν σε ένα άλλο δωμάτιο και τους έκαναν τρεις προσωπικές ερωτήσεις. Όταν, τον Δεκέμβριο του 2013, ο Φολεϊ γύρισε στο κελί όπου κρατούνταν μαζί με άλλους 12 ομήρους, τους διηγήθηκε όλο, κλαίγοντας από χαρά, τι είχε γίνει.
Τον ρώτησαν: Ποιος έκλαψε στο γάμο του αδερφού του και ποιος ήταν ο αρχηγός της ομάδας ποδοσφαίρου στο σχολείο του. Ήταν ο συνηθισμένος τρόπος για να δείξουν πως είχε γίνει επαφή με τις οικογένειες των απαχθέντων.
Είχαν προηγηθεί απίστευτα βασανιστήρια για τον Αμερικανό δημοσιογράφο και τους άλλους ομήρους. Καθημερινά τους ξυλοκοπούσαν και τους υπέβαλαν σε εικονικό πνιγμό. Για μήνες τους άφηναν να πεινούν και τους απειλούσαν με εκτέλεση. Άλλη ομάδα τζιχαντιστών τους έδινε γλυκά και τους υποσχόταν απελευθέρωση.
Οι όμηροι δέθηκαν μεταξύ τους. Έπαιζαν παιχνίδια για να ξεγελιούνται και να περνά η ώρα. Αλλά η αναμονή μεγάλωνε την απελπισία τους. Και δεν άργησαν να στραφούν ο ένας κατά του άλλου. Κάποιοι, αναζητώντας ελπίδα στην πίστη των απαγωγέων τους, ασπάστηκαν το Ισλάμ και πήραν ακόμη και μουσουλμανικά ονόματα.
Όταν απήχθη ο Σότλοφ με τον οδηγό του, τους πήγαν σε ένα παλιό εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας έξω από το Χαλέπι. Ο Αμπομπακέρ, που αφέθηκε ελεύθερος δυο εβδομάδες μετά, άκουσε έναν από τους απαγωγείς να λέει στον Σότλοφ στη λέξη password στα αγγλικά.
Οι τζιχαντιστές έπαιρναν τα λαπτοπ, τα κινητά τους και τις κάμερές τους και απαιτούσαν να μάθουν τους κωδικούς τους για να αποκτήσουν πρόσβαση στους λογαριασμούς τους. Έμπαιναν στους λογαριασμούς τους στο facebook ή το skype και διάβαζαν τα μηνύματά τους ή στις φωτογραφίες και τα email τους, ψάχνοντας αποδείξεις πως ήταν… κατάσκοποι!
«Με πήγαν σε ένα κτίριο για ανάκριση. Τσέκαραν την κάμερα και το tablet μου και μετά με έγδυσαν. Ήμουν γυμνός. Έψαχναν αν είχα τσιπάκι GPS κάτω από το δέρμα μου ή στα ρούχα μου. Μετά άρχισαν να χτυπούν. Έψαξαν στο Google το όνομά μου και CIA ή KGB», θυμάται ο 37χρονος Πολωνός Μάρτσιν Σούντερ, που απήχθη τον Ιούλιο του 2013 στη Σαρακίμπ της Συρίας και τέσσερις μήνες μετά κατάφερε να δραπετεύσει. Γι’ αυτό δεν γνώρισε ποτέ τους άλλους ομήρους.
Θυμάται τις αγγλικές λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι απαγωγείς του. Μια από αυτές ήταν “άτακτος” (naughty), λέξη που θυμούνται πως είχαν ακούσει και κάποιοι που κρατούνταν μαζί με τον Φόλεϊ. Οι τζιχαντιστές τη χρησιμοποιούσαν κατά τη διάρκεια των πιο βάναυσων βασανιστηρίων.
«Μπορούσα να δώ τις ουλές στα γόνατά του» λέει ο 19χρονος Βέλγος Γέζοεν Μποτνίκ, ένας από τους ομήρους που ασπάστηκαν στο Ισλάμ και το καλοκαίρι του 2013 πέρασε τρεις εβδομάδες μαζί με τον Φόλεϊ στο ίδιο κελί. «Μου είπε πως έδεσαν τα πόδια του σε ένα κάγκελο και μετά τον κρέμασαν από το ταβάνι ανάποδα. Και τον άφησαν εκεί», θυμάται.
Ο 19χρονος είναι ένας από τους 46 νεαρούς Βέλγους που δικάζονται για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση. Είχε φύγει από το Βέλγιο για να ενταχθεί στις τάξεις των τζιχαντιστών αλλά όταν έλαβε ένα μήνυμα στο κινητό του από τον πατέρα του, που ήθελε να μάθει αν είναι καλά, τον θεώρησαν κατάσκοπο και τον φυλάκισαν.
Όπως είπε, αρχικά ο Φόλεϊ και ο Κάντλι κρατούνταν από το Μέτωπο Νούσρα, μια οργάνωση που είχε σχέσεις με την Αλ Κάιντα. Οι φρουροί τους ήταν τρεις άνδρες που μιλούσαν αγγλικά και στους οποίους είχαν δώσει το παρατσούκλι Beatles. Φαίνονταν να απολαμβάνουν τον βασανισμό των κρατουμένων τους.
Αργότερα, παραδόθηκαν σε ομάδα που λεγόταν Μουτζαχεντίν του Συμβουλίου της Σούρα, την οποία “διοικούσαν” τρεις γαλλόφωνοι. Ο Κάντλι και ο Φόλεϊ μετακινήθηκαν τρεις φορές πριν καταλήξουν σε μια φυλακή κάτω από το νοσοκομείο Παίδων στο Χαλέπι.
Ο Μποτνίκ λέει πως πολλοί από τους ομήρους ασπάστηκαν το Ισλάμ ελπίζοντας σε καλύτερη μεταχείριση. Μόνο ο Φόλεϊ έδειξε να έχει πειστεί πραγματικά και πέρασε ώρες να μελετά το Κοράνι. Η πρώτη ομάδα που τον κρατούσε, δεν πίστευε ότι είχε πραγματικά αλλαξοπιστήσει. Αντίθετα, η δεύτερη συγκινήθηκε από την πράξη του. Και για ένα μεγάλο διάστημα, τα βασανιστήρια σταμάτησαν.
Αντίθετα με τους Σύρους κρατούμενους που ήταν δεμένοι στα καλοριφέρ, ο Φόλεϊ και ο Κάντλι μπορούσαν να κινούνται ελεύθερα στο κελί. Επικεφαλής της φυλακής ήταν ένας Ολλανδός, που εξήγησε στον Μπότνικ πως οι τζιχαντιστές είχαν σχέδιο Α και σχέδιο Β. Φόλεϊ και Κάντλι είτε θα έμπαιναν σε κατ’ οίκον περιορισμό είτε θα στέλνονταν σε στρατόπεδο εκπαίδευσης τζιχαντιστών.
Όταν ο Μποτνίκ αφέθηκε ελεύθερος, πήρε το τηλέφωνο των γονιών του Φόλεϊ και υποσχέθηκε να επικοινωνήσει μαζί τους.
Πέρυσι, οι τζιχαντιστές αποφάσισαν να μεταφέρουν όλους τους ομήρους κάτω από το νοσοκομείο Παίδων στο Χαλέπι. Οι ώρες «ελευθερίας» για τον Φόλεϊ και τον Κάντλι είχαν τελειώσει. Κάθε κρατούμενος ήταν δεμένος, με χειροπέδες, με έναν άλλο. 19 άνθρωποι ήταν μαζί σε ένα χώρο 20 τετραγωνικών. Τότε, οι Γαλλόφωνοι φρουροί αντικαταστάθηκαν από τους Αγγλόφωνους. Αυτούς που οι όμηροι αποκαλούσαν Beatles. Εκείνους που τους έκαναν τα χειρότερα βασανιστήρια.
Ξαφνικά και ενώ δεν είχε γίνει καμία κίνηση να ζητηθούν λύτρα από τις οικογένειες των θυμάτων, τον περασμένο Νοέμβριο οι όμηροι ενημερώθηκαν πως έπρεπε να δώσουν στους απαγωγείς τους το email ενός συγγενικού τους προσώπου.
Μέχρι τον Δεκέμβριο, οι τζιχαντιστές, που πια είχαν οργανωθεί και είχαν ιδρύσει… κράτος, είχαν ανταλλάξει πολλά μηνύματα με την οικογένεια του Φόλεϊ αλλά και τις οικογένειες άλλων ομήρων. Ο Φόλεϊ ήλπιζε πως θα απελευθερωνόταν. Και ήταν τόσο χαρούμενος που τα δεύτερα Χριστούγεννα της απαγωγής του, οργάνωσε ανταλλαγή δώρων μεταξύ των κρατουμένων. Τα δώρα τα βρήκαν στα σκουπίδια…
Σε εκείνον δόθηκε ένας κύκλος από κερί, τον οποίο θα μπορούσε να βάζει στο πάτωμα για να ακουμπά το κεφάλι του κάθε φορά που προσευχόταν.
Καθώς ο καιρός περνούσε, ο Φόλεϊ παρατηρούσε ότι οι όμηροι που κατάγονταν από Ευρωπαϊκές χώρες (εκτός από τη Βρετανία) καλούνταν έξω για προσωπικές ερωτήσεις ενώ εκείνος όχι. Ούτε και άλλοι Αμερικάνοι. Οι τζιχαντιστές είχαν πια καταλάβει ποια κράτη θα πλήρωναν λύτρα και ποια όχι…
Οι Ευρωπαίοι όμηροι, από τις προσωπικές ερωτήσεις πέρασαν στα video, τα οποία θα στέλνονταν στις οικογένειες και τις κυβερνήσεις τους. Περιελάμβαναν απειλές και τελικές διορίες. Είχε φτάσει η στιγμή να δοθούν στους φυλακισμένους πορτοκαλί στολές, όπως εκείνες που φορούν οι κρατούμενοι στο Γκουαντάναμο.
Οι 23 κρατούμενοι που είχαν απομείνει χωρίστηκαν σε δυο ομάδες. Τρεις Αμερικανοί και τρεις Βρετανοί είχαν τη… χειρότερη μοίρα, γιατί οι κυβερνήσεις τους αρνήθηκαν να συνεργαστούν.
Εκείνος που υποβλήθηκε στα χειρότερα βασανιστήρια με εικονικές εκτελέσεις και εικονικούς πνιγμούς ήταν ο Φόλεϊ. Τους έδιναν φαγητό σε κούπα του τσαγιού μια φορά την ημέρα, τους άφηναν στο σκοτάδι. Τα νεύρα τους δεν άφησαν να σπάσουν και ο ένας άρχισε να επιτίθεται στον άλλο.
Την άνοιξη, οι όμηροι μετακινήθηκαν από το νοσοκομείο στο Χαλέπι στη Ράκα, την πρωτεύουσα του Ισλαμικού Κράτους. Τον Μάρτιο αφέθηκαν ελεύθεροι τρεις Ισπανοί δημοσιογράφοι, με τους τζιχαντιστές να διαμαρτύρονται γιατί τα λεφτά που τους έστειλαν δεν ήταν… κολλαριστά!
Μέχρι τον Απρίλιο, είχαν απελευθερωθεί οι μισοί όμηροι. Αλλά για τους Αμερικανούς και Βρετανούς ομήρους δεν υπήρχε καμία εξέλιξη.
Η τελευταία τους ελπίδα να πάρουν κι άλλα λεφτά ήταν ο Ρώσος όμηρος Σεργκέι Γκορμπούνοφ. Του είπαν πως αν η Μόσχα δεν πλήρωνε, θα τον σκότωναν. Τη άνοιξη, οι μασκοφόροι πήγαν και τον πήραν. Τον έβγαλαν από το κελί και τον πυροβόλησαν. Κατέγραψαν το άψυχο σώμα του και το έδειξαν στους υπόλοιπους. «Αυτό θα πάθετε κι εσείς αν οι κυβερνήσεις σας δεν πληρώσουν» τους είπαν.
Μέχρι τον Ιούνιο είχαν απελευθερωθεί κι άλλοι. Ο Φόλεϊ έχανε τις ελπίδες του. Από τους 23 κρατούμενους είχαν μείνει οι επτά: τέσσερις Αμερικανοί και τρεις Βρετανοί. Ο Φόλεϊ είχε πια καταλάβει πως το τέλος ήταν κοντά. Έφτασε τον Αύγουστο, όταν οι απαγωγείς του, του έδωσαν ένα ζευγάρι πλαστικά σανδάλια. Τον οδήγησαν σε ένα λόφο κοντά στη Ράκα. Τον ανάγκασαν να γονατίσει. Κοίταξε την κάμερα. Και μετά, του έκοψαν το λαιμό.
Δυο εβδομάδες μετά, ένα παρόμοιο video ανέβηκε στο YouTube με την εκτέλεση του Σότλοφ. Τον Σεπτέμβριο ήταν η εκτέλεση του Χέινς και τον Οκτώβριο του Χένινγκ.
Μόνο τρεις από την ομάδα των 23 ομήρων εξακολουθούν να ζουν. Δυο Αμερικάνοι, ο Κάσιγκ και μια γυναίκα όμηρος, η ταυτότητα της οποίας δεν έχει δημοσιοποιηιθεί ποτέ και ο Βρετανός Τζον Κάντλι, τον οποίο οι τζιχαντιστές χρησιμοποιούν για προπαγανδιστικά video.
Οι τζιχαντιστές έχουν ανακοινώσει πως το επόμενο θύμα τους θα είναι ο Κάσιγκ.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μαίρη Καλουτσάκη
Πηγή: New York Times