Σχεδόν δέκα χρόνια από τον θάνατό της, η Βίρνα Λίζι βρίσκεται ακόμα εδώ. Η ηθοποιός που κατάφερε να γοητεύσει ακόμα και το Χόλιγουντ, μία ντίβα που έβγαλε η μεταπολεμική Ιταλία, ένα κορίτσι που γρήγορα έγινε σταρ, χωρίς να κραυγάζει τον ερωτισμό που απέπνεε, έφυγε από τη ζωή στις 18 Δεκεμβρίου του 2014.
Η Ιταλία θα σκεπαστεί από τη θλίψη, ενώ ο Τύπος της εποχής θα αποχαιρετήσει την ηθοποιό ως «ντίβα». Η ξανθιά καλλονή, με τα υπέροχα γαλαζοπράσινα εκφραστικά μάτια, το σμιλεμένο στόμα και τη γοητευτική ελιά δίπλα στα χείλη της, την αλαβάστρινη επιδερμίδα και τις καλλίγραμμες αναλογίες, μπορεί να μην κέρδισε ποτέ τη διασημότητα της Σοφίας Λόρεν, της Κλάουντια Καρντινάλε ή της Τζίνα Λολομπριτζίτα, να μην έφτασε την υποκριτική δεινότητα της Άννα Μανιάνι ή της Σιλβάνα Μάγκανο, αλλά δεν στερήθηκε ούτε της χολιγουντιανής λάμψης ή τον αέρα της σταρ, μεγαλώνοντας στην Ανκόνα μέσα στη δίνη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Συνεργαζόμενη με σχεδόν όλους τους θρυλικούς πρωταγωνιστές της εποχής της, από τον θρυλικό Τοτό μέχρι και τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, αλλά και πολλούς διάσημους σταρ – ανάμεσά τους και τους Τζακ Λεμον, Τόνι Κέρτις, Άντονι Κουίν, Αλέν Ντελόν και Ρίτσαρντ Μπάρτον – σε διεθνείς παραγωγές, στις τέσσερις δεκαετίες της σταδιοδρομίας της στο σινεμά, θα δημιουργήσει το δικό της μύθο.
Ενέπνευσε με την απίστευτη γοητεία της, αλλά και στην εκφραστική της ικανότητα, που εκτίμησαν καταξιωμένοι σκηνοθέτες σε Ιταλία, Ευρώπη και Αμερική.
Από το σχολείο στο σινεμά
Η Βίρνα Πιεραλίζι, όπως ήταν το κανονικό όνομά της, γεννήθηκε στην Ανκόνα στις 8 Νοεμβρίου του 1936, από μαρμαρά πατέρα και πέρασε τα παιδικά της χρόνια μέσα στην αντάρα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η οικογένειά της μετακόμισε στη Ρώμη στις αρχές της δεκαετίας του ’50, όπου συνέχισε το σχολείο. Ήταν καλή μαθήτρια και οι γονείς της πίστευαν ότι θα συνέχιζε τις σπουδές της στο πανεπιστήμιο. Ωστόσο, το 1953, ένας οικογενειακός φίλος και τραγουδιστής, ο Τζάκομο Ροντινέλα, έπεισε τους κινηματογραφικούς παραγωγούς από τη Νάπολη Αντόνιο Φερίνιο και Ετόρε Πέσε, να της κάνουν ένα δοκιμαστικό, στο οποίο υποκλίθηκαν και οι κάμερες. Έτσι, η νεαρά Λίζι, θα πειστεί να πάρει τον πρώτο της ρόλο στο σινεμά, παίζοντας στο ξεχασμένο σήμερα μουσικό αισθηματικό δράμα «Napoli Canta», το οποίο, όμως, της έδωσε την ώθηση για τη μετέπειτα τεράστια καριέρα της.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η γυναίκα της Ημέρας
Τα επόμενα δύο χρόνια, εμφανίστηκε σε αρκετές ταινίες, ανάμεσα στις οποίες και στην κωμωδία «Questa è la Vita» συμπρωταγωνιστώντας δίπλα στον αξιαγάπητο Τοτό, μέχρι που ο σκηνοθέτης Φραντζέσκο Μασέλι τής εμπιστεύθηκε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία «Η Γυναίκα της Ημέρας». Οι σκηνοθέτες ήθελαν να εκμεταλλευτούν τη φυσική ομορφιά της, παρά το ταλέντο της, αλλά πέρα από το σαγηνευτικό της βλέμμα και την εκλεπτυσμένη της θηλυκότητα, άνθρωποι του κινηματογράφου είχαν αρχίσει να διακρίνουν τον μαγνητισμό που εξέπεμπε και την ικανότητά της να υποδύεται με φυσικότητα χαρακτήρες, πολλές φορές απαιτητικούς. Και δεν ήταν μόνο οι επαγγελματίες του χώρου που διέκριναν μία μελλοντική σταρ, αλλά και το κοινό, που άρχισε να μιλά για τη νέα πρωταγωνίστρια, που ερχόταν να συναγωνιστεί τις θηριώδεις σταρ της εποχής.
Και στο Piccolo Teatro di Milano
Σε σύντομο χρονικό διάστημα θα βρεθεί και στο θέατρο και όχι όποιο να ‘ναι, αλλά στο Piccolo Teatro di Milano του φημισμένου θεατράνθρωπου Τζόρτζιο Στρέλερ, παίζοντας στην παράσταση «I giacobini», όπου θα γνωρίσει και τον αρχιτέκτονα Φράνκο Πέκι, με τον οποίο παντρεύτηκαν το 1960. Ένας γάμος στέρεος, που θα τους χαρίσει έναν γιο, τον Κοράντο και θα διαρκέσει για πάνω από 50 χρόνια, μέχρι τον θάνατο τού συζύγου της.
Από τον Ντελόν στο Χόλιγουντ
Εκείνη την περίοδο, η Λίζι έκανε κυρίως κωμωδίες στο σινεμά και συμμετείχε σε επιτυχημένες τηλεοπτικές σειρές. Στην τηλεόραση εμφανίστηκε σε μία διαφήμιση οδοντόκρεμας, λέγοντας την ατάκα: «μ’ αυτό το στόμα μπορείς να πεις ότι θέλεις», που έγινε σλόγκαν στην Ιταλία. Το 1961 θα πρωταγωνιστήσει στην επική ιστορική περιπέτεια «Romolo e Remo» του Σέρτζιο Κορμπούτσι, δίπλα στους Στιβ Ριβς, Γκόρντον Σκοτ και την Ορνέλα Βανόνι, ενώ τον επόμενο χρόνο θα φύγει για τη Γαλλία, για να πρωταγωνιστήσει με τον Αλέν Ντελόν στη ρομαντική περιπέτεια εποχής «Η Μαύρη Τουλίπα» του Κριστιάν Ζακ και το αισθηματικό δράμα «Εύα» του Τζόζεφ Λόουζι, τραβώντας και την προσοχή των παραγωγών του Χόλιγουντ. Οι κακές γλώσσες θα ισχυριστούν ότι την είδαν ως το αντίπαλο δέος στη Μέριλιν Μονρόε, αν και το Χόλιγουντ πάντα ελκυόταν από τις ευρωπαίες πανέμορφες ηθοποιούς, που ανανέωναν το ενδιαφέρον του κοινού.
Μεταμορφωμένη σε Μέριλιν
Έτσι, το 1965 θα πρωταγωνιστήσει δίπλα στον καυτό τότε Τζακ Λέμον στην ξεκαρδιστική μαύρη κωμωδία «Πώς να Δολοφονήσετε τη Γυναίκα σας», του Ρίτσαρντ Κουίν, μία τεράστια επιτυχία της εποχής. Η Βίρνα Λίζι, μεταμορφωμένη σε σωσία της Μέριλιν, θα παίξει λίγο πολύ τον εαυτό της, μία αλέγκρα σέξι Ιταλίδα, ενώ ο Λέμον, τον αθεράπευτο εργένη, που θα βρεθεί παντρεμένος μαζί της και θα προσπαθήσει να κάνει ό,τι μπορεί για να την ξεφορτωθεί. Ωστόσο, τα καλύτερα δεν έχουν τελειωμό για την Λίζι, καθώς λίγους μήνες μετά θα ευτυχήσει να πρωταγωνιστήσει στην ανεπανάληπτη κωμωδία αλά ιταλικά του μέγα Μάριο Μονιτσέλι «Casanova 70», έχοντας στο πλευρό της έναν εκπληκτικό Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, στον ρόλο του αξιωματικού που για να του έρθει η ερωτική επιθυμία πρέπει να βρεθεί σε κίνδυνο!
Ξύρισμα
Το Χόλιγουντ, θαμπωμένο από την απαστράπτουσα λάμψη της, αλλά και τον επαγγελματισμό της, δεν την άφησε ήσυχη και θα συνεχίσει να της προτείνει ρόλους δίπλα σε κορυφαίους σταρ της εποχής, όπως τον Τόνι Κέρτις, τον Φρανκ Σινάτρα ή τον Άντονι Κουίν, ενώ θα βρεθεί και στο εξώφυλλο του «Esquire», σε μία εμβληματική φωτογράφιση, όπου ξυριζόταν. Παρά ταύτα, θα επιστρέψει στην Ιταλία και στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο, λέγοντας αργότερα ότι «δεν ένιωθα άνετα εκεί».
Η ωριμότητα και το βραβείο στις Κάννες
Θα συνεχίσει ακατάπαυστα να γυρίζει ταινίες, παίρνοντας μέρος και σε φεστιβαλικές ταινίες, όπως το βραβευμένο στις Κάννες «Κυρίες και Κύριοι» του Πιέτρο Τζέρμι, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του ’70 θα κάνει μία μικρή παύση για να αφοσιωθεί στην οικογένειά της. Θα επιστρέψει, πιο ώριμη από ποτέ και θα συμμετάσχει σε ορισμένα πολύ δυνατά φιλμ, μεταξύ των οποίων είναι και το «Al di là del bene e del male» της Λιλιάνα Καβάνι το 1977, το «Ernesto» του Σαλβατόρε Σαμπέρι το 1979, το «Buon Natale… buon anno» του Λουίτζι Κομεντσίνι το 1989, μέχρι που το 1994 ο Πατρίς Σερό τής έδωσε τον ρόλο που της χάρισε το βραβείο γυναικείας ερμηνείας στο Φεστιβάλ Καννών και το Σεζάρ Καλύτερης Ερμηνείας στο ιστορικό δράμα «Βασίλισσα Μαργκό», υποδυόμενη με τον αέρα μίας τεράστιας ηθοποιού, την Αικατερίνη των Μεδίκων.
Θα συνεχίσει να δουλεύει στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, αραιώνοντας σιγά – σιγά τις εμφανίσεις της, τις οποίες θα διακόψει οριστικά το 2014 όταν διαγνώστηκε με καρκίνο του πνεύμονα. Λίγους μήνες αργότερα, έχασε τη μάχη με τον καρκίνο, όπως ανακοίνωσε ο γιος της. Η Ιταλία θα σκεπαστεί από τη θλίψη, ενώ ο Τύπος της εποχής θα την αποχαιρετήσει ως «ντίβα». Έναν τίτλο που είχε αρνηθεί η ίδια λέγοντας σε ανύποπτο χρόνο ότι «εγώ πάντα ένιωθα ηθοποιός, ποτέ δεν έχασα το μυαλό μου, μέσα μου νιώθω πως είμαι μια κανονική γυναίκα». Πράγματι, μία υπέροχη ηθοποιός που διέπρεψε σε έναν απαιτητικό, πολλές φορές απάνθρωπο χώρο, μία γυναίκα που δύσκολα γεννιέται σήμερα.