Ο επικεφαλής της δημόσιας έρευνας για ένα μεγάλο σκάνδαλο μολυσμένου αίματος στη Βρετανία, που είχε προκαλέσει τον θάνατο σχεδόν 2.400 ανθρώπων τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, πρότεινε αποζημίωση 100.000 στερλινών για κάθε ένα από τα θύματα.
Ο Μπράιαν Λάνγκσταφ, συνταξιούχος δικαστής που προεδρεύει της έρευνας η οποία άρχισε τον Σεπτέμβριο του 2018, συνέστησε στην κυβέρνηση “να καταβληθεί αμέσως μια προσωρινή πληρωμή σε όλα τα πρόσωπα που επλήγησαν και σε όλους τους συντρόφους τους που πενθούν. Το ποσό δεν πρέπει να είναι μικρότερο των 100.000 στερλινών”, δηλαδή 119.000 ευρώ.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Χιλιάδες αιμοφιλικοί είχαν προσβληθεί από την ηπατίτιδα C και τον ιό του AIDS μετά τις μεταγγίσεις που έκαναν με αίμα που προερχόταν από τις ΗΠΑ, υπό την επίβλεψη του NHS, του βρετανικού Εθνικού Συστήματος Υγείας.
Ο δικηγόρος Ντες Κόλινς, εκπρόσωπος των θυμάτων, εξέφρασε ικανοποίηση για τις συστάσεις αυτές. “Παρότι είναι κάτι που έρχεται πολύ αργά για τους χιλιάδες ανθρώπους που πέθαναν με τραγικό τρόπο τα χρόνια μετά τη μόλυνσή τους, οι συστάσεις αυτές είναι μια καλοδεχούμενη εξέλιξη για μερικούς από αυτούς που ζουν ακόμη με τις τραγικές συνέπειες ενός ιατρικού λάθους που μπορούσε να είχε αποφευχθεί”, δήλωσε. Πρόσθεσε ότι περιμένει στο εξής την απάντηση της κυβέρνησης στις συστάσεις αυτές.
Η απόφαση για τη διενέργεια δημόσιας έρευνας προκειμένου να ριχθεί φως στο δράμα αυτό ελήφθη το 2017 από τη βρετανική κυβέρνηση.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Προηγούμενη έρευνα που ολοκληρώθηκε το 2009 διαπίστωσε ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να είχε ενεργήσει νωρίτερα ώστε να αυξήσει τα βρετανικά αποθέματα αίματος και να θέσει τέλος στην εξάρτηση από τις εισαγωγές.
Η έρευνα είχε οδηγήσει στη δημιουργία ενός συστήματος αποζημίωσης των θυμάτων αλλά δεν είχε γίνει καμιά δίκη ούτε είχαν καθοριστεί οι ευθύνες.
Τον Σεπτέμβριο του 2017 το Ανώτατο Δικαστήριο στη Βρετανία επέτρεψε στα θύματα του σκανδάλου να ασκήσουν συλλογική αγωγή αποζημίωσης.