Το όνομά της είναι Nidhi Chaphekar. Η φωτογραφία της, ακριβώς πριν από ένα χρόνο, ήταν παντού. Είναι η γυναίκα με το κίτρινο σακάκι, τη σκισμένη μπλούζα, τη σκόνη και τα αίματα να γίνονται ένα στο πρόσωπό της. Είναι μια από εκείνους που έζησαν και επέζησαν από την τρομοκρατική επίθεση στο αεροδρόμιο Ζάβεντεμ των Βρυξελλών.
Η Ινδή αεροσυνοδός που είχε τραυματιστεί σοβαρά στην τρομοκρατική επίθεση της 22ας Μαρτίου 2016, για την οποία ανέλαβε την επίθεση ο ISIS. Η γυναίκα που έγινε σύμβολο και σχεδόν ένα χρόνο μετά επέστρεψε στις Βρυξέλλες για να παραστεί στις τελετές μνήμης για τα 32 θύματα των τρομοκρατών.
Ήταν εκεί μαζί με χιλιάδες άλλους για να τηρήσει ενός λεπτού σιγή στη μνήμη των 32 ανθρώπων που έχασαν το μοιραίο πρωινό τη ζωή τους. Με δάκρυα στα μάτια για εκείνους που δεν είχαν τη δική της τύχη, την τύχη να επιζήσουν. Στις 20 Μαρτίου, η Nidhi Chaphekar και ο σύζυγός της Rupesh, έγιναν δεκτοί στο παλάτι από τον Βασιλιά του Βελγίου, Φίλιππο και τη Βασίλισσα Ματίλντ.
Τα τραύματά της ακόμη της θυμίζουν όσα έζησε εκείνο το πρωί της Τρίτης στο αεροδρόμιο του Ζάβεντεμ, όταν δυο οπαδοί του Ισλαμικού Κράτους ανατινάχθηκαν και σκόρπισαν τρόμο και θάνατο. Εξαιτίας των εγκαυμάτων, φορά πάντα γάντια.
Ένα χρόνο πριν, η Chaphekar είχε φτάσει στις Βρυξέλλες από τη Βομβάη και το πρωί της επίθεσης ετοιμαζόταν να πετάξει – σε μια πτήση ρουτίνας – για το αεροδρόμιο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϊ. «Είδα τον πρώτο βομβιστή αυτοκτονίας αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι συνέβαινε. Έμοιαζε σαν κάτι να είχε εκραγεί, νόμιζα πως ίσως ήταν κάποιο αναπηρικό καροτσάκι με μπαταρίες λιθίου. Μέσα σε λίγες στιγμές, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, ενώ μιλούσαμε, το πλήθος άρχισε να τρέχει προς πάσα κατεύθυνση, όσοι δεν μπορούσαν να βρουν την έξοδο, έρχονταν κατά πάνω μας, μέσα σε αυτό το χάος, με κλάματα και κραυγές», θυμάται μιλώντας για εκείνη την τραυματική μέρα στο CNN.
Η 41χρονη αεροσυνοδός περιγράφει πως «πετάχτηκα κάποια μέτρα μακριά, προσγειώθηκα με τα πόδια και μετά κατέρρευσα, έτσι απέκτησα ένα μεγάλο κόψιμο στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου». Περιγράφει επίσης πως προσπάθησε να κινηθεί αλλά δεν μπορούσε. Δεν μπορούσε να δεί τίποτα εξαιτίας του καπνού και της σκόνης. «Έλεγα στον εαυτό μου, “Νίντι, σήκω, κινήσου”. Ήταν τόσο άσχημα τα πόδια μου, που δεν μπορούσα να κουνηθώ».
Τότε είδε έναν στρατιώτη να περνάει δίπλα της. Του φώναξε και την έβαλε σε μια αναπηρική καρέκλα. Το πρόσωπό της ήταν γεμάτο αίματα, είχε υποστεί σοβαρά εγκαύματα και τα πόδια της είχαν τραυματιστεί επίσης σοβαρά.
Όσο περίμενε να φτάσουν τα σωστικά συνεργεία, προσπαθούσε να στηρίξει τους άλλους επιζώντες. «Τους έδειχνα ελπίδα, πως είχαμε επιζήσει. Θα επιζήσουμε». Θυμάται επίσης πως για εννέα ώρες, η οικογένειά της δεν ήξερε που βρισκόταν. Αλλά η φωτογραφία της που έκανε το γύρο του κόσμου, ήταν αυτή που τους έδινε ελπίδα.
«Σε αυτές τις εννέα ώρες, μόνο αυτή η φωτογραφία έδινε ελπίδα στα παιδιά μου. Δεν έδειχνε πως είχα τραυματιστεί τόσο σοβαρά. Αυτή η φωτογραφία δείχνει πως ήμουν εκεί, ζωντανή» λέει. Και στο νοσοκομείο, η μόνη της έννοια ήταν να μείνει ξύπνια. Οι γιατροί την έβαλαν σε τεχνητό κώμα, όταν την “ξύπνησαν” είχε πάθει αμνησία και η μνήμη της επέστρεψε σχεδόν ένα μήνα μετά την επίθεση, στις 18 Απριλίου.
Με πληροφορίες από CNN
Φωτογραφίες: Reuters, CNN