Στα μαχαίρια ήρθαν Βρετανοί και Αμερικανοί αξιωματούχοι για την χρησιμοποίηση της βάσης του Ακρωτηρίου στην Κύπρο από αμερικανικά κατασκοπευτικά αεροσκάφη.
Το περιστατικό έγινε το 2008 καθώς το Λονδίνο ανησυχούσε μήπως γίνει συνεργός στην παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σύμφωνα με αμερικανικά διπλωματικά έγγραφα που δόθηκαν στη δημοσιότητα από τον ιστότοπο Wikileaks.
Τα έγγραφα αφορούν τις πτήσεις αμερικανικών κατασκοπευτικών αεροσκαφών U2 του αμερικανικού στρατού επάνω από τον Λίβανο για τον εντοπισμό εξτρεμιστών, σε συμφωνία με τον λιβανικό στρατό, καθώς και πτήσεις επάνω από την Τουρκία ή το βόρειο Ιράκ, οι πληροφορίες των οποίων μεταβιβάζονταν στη συνέχεια στην Αγκυρα.
Σύμφωνα με τα τηλεγραφήματα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, οι βρετανοί αξιωματούχοι είχαν ζητήσει λεπτομέρειες για τις μυστικές αμερικανικές αποστολές από τη βάση του Ακρωτηρίου και ζήτησαν να πληροφορηθούν εάν σε αυτές εμπλέκονται και άλλες κυβερνήσεις, για να προσδιορίσουν εάν οι επιχειρήσεις εμπεριείχαν κινδύνους, κυρίως σε νομικό επίπεδο.
Η έντονη αντιπαράθεση οδήγησε τότε, την εποχή της κυβέρνησης του Τζορτζ Μπους, έναν αμερικανό διπλωμάτη να σημειώσει ότι ένα στοιχείο καχυποψίας είχε εμφανισθεί στις σχέσεις ανάμεσα στους δύο παραδοσιακούς συμμάχους, σύμφωνα με τα έγγραφα που δημοσιεύονται από την εφημερίδα The Guardian.
Βρετανική επιστολή που απευθύνεται στην Ουάσινγκτον με ημερομηνία 18 Απριλίου 2008 επισημαίνει ότι “από τις πρόσφατες πτήσεις των U2 επάνω από την Τουρκία και το βόρειο Ιράκ, καθώς και επάνω από τον Λίβανο, ανακύπτουν σημαντικά πολιτικά και νομικά ζητήματα, τα οποία χρήζουν προσεκτικής εξέτασης από την κυβέρνηση” της Βρετανίας.
“Είναι σημαντικό για εμάς η (βρετανική) κυβέρνηση …να μην συμμετέχει εμμέσως στη διάπραξη παράνομων πράξεων”, αναφέρεται στη διπλωματική νότα, στην οποία εκφράζονται επίσης ανησυχίες για ενδεχόμενη αντίδραση της Κύπρου και την πιθανή απώλεια της πρόσβασης στη βάση.
Σύμφωνα με τα έγγραφα, οι βρετανικές απαιτήσεις εξόργισαν τους Αμερικανούς, οι οποίοι τις θεώρησαν τροχοπέδη στις προσπάθειές τους στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας και επέμειναν ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξει προσέγγιση χωρίς κινδύνους στο θέμα.
Οι Βρετανοί έφεραν το χάος στο Αφγανιστάν
Πολύ απλά οι βρετανοί δεν κατάφεραν να ελέγξουν την κατάσταση στην επαρχία Χελμάντ, και δέχθηκαν σφοδρές επικρίσεις από αμερικανούς αλλά και τον ίδιο τον Πρόεδρο του Αφγανιστάν, Χαμίντ Καρζαι.
Σύμφωνα με τα έγγραφα αυτά, που δημοσιεύει σήμερα η βρετανική εφημερίδα The Guardian, οι βρετανικές δυνάμεις δεν κατάφεραν να εγγυηθούν την ασφάλεια στην επαρχία αυτή, προπύργιο των ταλιμπάν.
Σε έγγραφο του Απριλίου του 2007 αποκαλύπτεται πως ο τότε διοικητής των δυνάμεων του ΝΑΤΟ Νταν Μακνίλ είχε δηλώσει σε αμερικανό αξιωματικό ότι “έχει μείνει κατάπληκτος από την έλλειψη κάθε προσπάθειας” από την πλευρά των Βρετανών. “Εχουν δημιουργήσει χαώδη κατάσταση στην Χελμάντ. Η τακτική τους είναι κακή”, είχε επισημάνει ο ίδιος.
Σε άλλο έγγραφο που εστάλη στις 21 Φεβρουαρίου 2009, ο πρόεδρος Καρζάι αναφέρεται στην ανικανότητα των Βρετανών, η οποία προκάλεσε την κατάρρευση των νόμων και της εξουσίας στην επαρχία Χελμάντ.
“Οταν επέστρεψα στο Αφγανιστάν είχα μαζί μου μόνο 14 στρατιώτες”, υπογραμμίζεται στο έγγραφο το οποίο επικαλείται τον Καρζάι. “Τα κορίτσια μπορούσαν να πηγαίνουν σχολείο με απόλυτη ασφάλεια. Σήμερα που οι βρετανοί στρατιώτες βρίσκονται στην Χελμάντ, οι άνθρωποι δεν είναι πλέον ασφαλείς”, αναφέρεται στο έγγραφο.
Τέλος, αμερικανός αξιωματούχος, επικρίνει σε έγγραφο της 8ης Δεκεμβρίου 2008 τις βρετανικές μεθόδους. “Εμείς οι Αμερικανοι και ο Καρζάι διαπιστώσαμε πως οι Βρετανοί δεν φάνηκαν αντάξιοι της αποστολής τους να εγγυηθούν την ασφάλεια στην επαρχία Χελμάντ”, τονίζει.