Όπως επισημαίνεται σε δημοσίευμα της ιστοσελίδας της Ντόιτσε Βέλε, οι αγροτικοί γιατροί εξακολουθούν να είναι δυσεύρετοι, ενώ δήμοι και κοινότητες βρίσκονται σε απόγνωση.
Από τη Βαυαρία μέχρι Βρανδεμβούργο, δήμαρχοι και περιφερειάρχες προσφέρουν δωρεάν κατοικία, ακόμη και χρηματικά μπόνους, προκειμένου να φέρουν τους «ημίθεους με την άσπρη μπλούζα» στα χωριά τους. Εκείνοι όμως προτιμούν τις πόλεις με την υψηλή συγκέντρωση πληθυσμού και το μεγάλο πελατολόγιο.
Ο υπουργός Υγείας της χώρας, Φίλιπ Ρέσλερ, διαπιστώνοντας την απροθυμία των γιατρών να εγκατασταθούν στα χωριά, προανήγγειλε μέτρα. Όπως είπε, σχεδιάζει να αλλάξει ακόμη και τους όρους εισαγωγής των αποφοίτων στις ιατρικές σχολές των πανεπιστημίων. Έτσι, θα προτιμώνται εκείνοι που θα δεσμεύονται μετά το πέρας των σπουδών και της ειδικότητάς τους να εργασθούν στην ύπαιθρο.
Μάλιστα, ο υπουργός Υγείας είπε ξεκάθαρα ότι δε θέλει μόνον τους αριστούχους στα πανεπιστήμια αλλά εκείνους που θα είναι ψυχή τε και σώματι γιατροί. «Ο γενικός βαθμός δε μαρτυρά απολύτως τίποτε για την καταλληλότητα ενός ανθρώπου να γίνει καλός γιατρός. Οι βαθμοί δε λένε τίποτε για το εάν ένας γιατρός είναι πρόθυμος να βοηθήσει τους συνανθρώπους του και υπό την έννοια αυτή να ανοίξει το ιατρείο του σε κάποια αγροτική περιοχή», πρόσθεσε.
Ήδη σήμερα σε πολλά πανεπιστήμια της Γερμανίας οι υποψήφιοι για τις ιατρικές σχολές περνούν από τεστ καταλληλότητας. Πρόκειται για μια προφορική συνέντευξη, που πολλές φορές διαδραματίζει μεγαλύτερο ρόλο από το γενικό βαθμό για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο.
Μάλιστα στο ομόσπονδο κρατίδιο της Σαξονίας, οι φοιτητές Ιατρικής που δεσμεύονται να δραστηριοποιηθούν αργότερα σε αγροτικές και απομονωμένες περιοχές ενισχύονται οικονομικά από το κράτος με ένα ποσό που κυμαίνεται από 300 έως 600 ευρώ μηνιαίως. Αλλά και ο Σύνδεσμος Ταμειακών Γιατρών προσφέρει οικονομικά κίνητρα σε συναδέλφους που θα ανοίξουν ιατρείο στην ύπαιθρο.
Τα αποτελέσματα είναι κατώτερα των προσδοκιών. Βέβαια, η έλλειψη γιατρών στις αγροτικές περιοχές δε σχετίζεται μόνο με την απροθυμία τους αλλά και με το γεγονός ότι περίπου 3.000 γιατροί εγκαταλείπουν – κάθε χρόνο – τη Γερμανία ώστε να εργασθούν στην Ελβετία, τις ΗΠΑ, την Αυστρία ή τη Βρετανία, όπου οι απολαβές τους είναι υψηλότερες.